Έκλεισε το deal για την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Πειραιώς, οι λόγοι που κάνουν top pick τη μετοχή της Alpha Bank και οι νέες προειδοποιήσεις Λαγκάρντ

Στην Πειραιώς περνά το 90,1% της Εθνικής Ασφαλιστικής το οποίο κατείχε έως τώρα το CVC, έναντι 600 εκατ. ευρώ.

Tο τίμημα που θα καταβληθεί θα είναι χαμηλότερο κατά 10,5% ή 70 εκατ. ευρώ σε σχέση με τη δεσμευτική προσφορά που είχε υποβάλει ο συστημικός όμιλος στις αρχές Φεβρουαρίου.

Τραπεζικές πηγές σημειώνουν πως το επόμενο βήμα είναι η Πειραιώς να αποκτήσει και το υπόλοιπο 9,9% της νέας της θυγατρικής από την Εθνική Τράπεζα.

Η Συναλλαγή αναμένεται να διαφοροποιήσει περαιτέρω τις πηγές εσόδων της Πειραιώς, ενισχύοντας τη δημιουργία αξίας για τους μετόχους, ενώ θα συμπληρώσει το εύρος των προϊόντων μας, καλύπτοντας όλο το φάσμα τραπεζικών, ασφαλιστικών και επενδυτικών πελατειακών λύσεων.

Σύμφωνα με την τράπεζα Πειραιώς, η Συναλλαγή αυξάνει τα Κέρδη ανά Μετοχή κατά περίπου 5% και την Απόδοση Ενσώματων Ιδίων Κεφαλαίων κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα, αυξάνει την παραγωγή προμηθειών σε επίπεδο εφάμιλλο της διεθνούς αγοράς, διατηρώντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της αποτελεσματικότητας του λειτουργικού κόστους.

*******

Η μετοχή της Alpha Bank είναι η πιο ελκυστικά αποτιμημένη μετοχή στην Ελλάδα και τα discount έναντι των άλλων ελληνικών και ευρωπαϊκών τραπεζών είναι αδικαιολόγητα σύμφωνα με την Goldman Sachs

H αμερικανική επενδυτική τράπεζα αυξάνει την τιμή στόχο της για τη μετοχή της Alpha Bank στα 2,70 ευρώ από 2,40 ευρώ, με το περιθώριο ανόδου να είναι περίπου του 30%.

Τα πέντε σημεία που ξεχωρίζει για τη μετοχή της Αlpha Bank είναι τα ακόλουθα: 1) της χαμηλής ευαισθησίας του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (NIM) σε μειώσεις επιτοκίων (με πρόβλεψη για σταθεροποιημένο NIM το 2024-2026, έναντι μείωσης για το 2024-2026 για τις άλλες τράπεζες στην Ελλάδα), 2) την ισχυρή αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων (περίπου 7% ετησίως τα έτη 2025-2027, που είναι σημαντικά υψηλότερη έναντι των ομοειδών χωρών της ΕΕ), 3) της μείωσης του κόστους κινδύνου και του δείκτη NPE προς τον μέσο όρο της ΕΕ το 2025-2028, 4) τη σταθερή κεφαλαιακή της θέση που επιτρέπει την ευελιξία στις αποφάσεις κατανομής κεφαλαίου, 5) τη σημαντική έκπτωση αποτίμησης σε σχέση με τους ομότιμους ανταγωνιστές.

Η Αlpha Bank διαθέτει επίσης το πλεονέκτημα ότι εμφανίζει τη μικρότερη ευαισθησία στη μείωση των επιτοκίων των ΕΚΤ στα καθαρά έσοδα από τόκους της. Ο οίκος υπολογίζει ότι κάθε μείωση στα επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μ.β. στοιχίζει στα καθαρά έσοδα από τόκους 15 εκατ. ευρώ, έναντι 40 εκατ. ευρώ, 35 εκατ. ευρώ και 25 εκατ. ευρώ για τις Eurobank, ΕΤΕ και Τράπεζα Πειραιώς, αντίστοιχα.

Τέλος, η διαφορά στον δείκτη αποδοτικότητας RoTE μεταξύ της Αlpha Bank και των ελληνικών τραπεζών θα μειωθεί σταδιακά.

*******

Η Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ότι η ΕΚΤ είναι πιθανό να χάνει τον στόχο της για πληθωρισμό 2% πιο συχνά στο μέλλον, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναγκαζονται να παλέψουν με «εξαιρετικά υψηλή» αβεβαιότητα.

Μια εβδομάδα αφότου η κεντρική τράπεζα σηματοδότησε πιθανή επιβράδυνση των περικοπών στο κόστος δανεισμού μετά την μείωση για έκτη φορά του επιτοκίου κατά 25 μονάδες βάσης στο 2,5%, η Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι το περιβάλλον είχε γίνει τόσο δύσκολο που θα ήταν «αδύνατο» να εγγυηθεί ότι «ο πληθωρισμός θα είναι πάντα στο 2%».

Στόχος της ΕΚΤ θα είναι να διασφαλίσει ότι «ο πληθωρισμός θα συγκλίνει πάντα προς το 2% μεσοπρόθεσμα», είπε σε συνέδριο.

Η ευρωζώνη μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη «καθώς είμαστε πολύ εκτεθειμένοι σε ορισμένους από τους νέους τύπους σοκ» λόγω της μεγάλης εξάρτησής από το παγκόσμιο εμπόριο και τις εισαγωγές ενέργειας, προειδοποίησε. Μεγαλύτερα σοκ μπορεί να έρθουν με τον κίνδυνο ο πληθωρισμός να είναι πιο “επίμονος”, πρόσθεσε.

Η κλιμάκωση των δασμών καθώς και μια μεγάλη ώθηση που χρηματοδοτείται από το χρέος για αύξηση των αμυντικών δαπανών και των υποδομών από τη Γερμανία και άλλες χώρες του ευρώ θα μπορούσε να δημιουργήσει «νέους, αμφίπλευρους κραδασμούς» που μπορούν είτε να μετριάσουν είτε να επιταχύνουν τον πληθωρισμό, είπε ο πρόεδρος της ΕΚΤ.

«Η κατεύθυνση των κραδασμών είναι πολύ πιο δύσκολο να προβλεφθεί», είπε.