Σε «μαζική παρακολούθηση» επιδίδονται κολοσσοί της κοινωνικής δικτύωσης -και ευρύτερα του τομέα του διαδικτύου-, με σκοπό να κεφαλαιοποιήσουν προσωπικά δεδομένα χρηστών τους, όπως αποκάλυψε πολύχρονη μελέτη, σύμφωνα με ανακοίνωση της αμερικανικής ομοσπονδιακής Αρχής προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών (Federal Trade Commission, FTC).
Η μελέτη που δημοσιοποίησε ο εποπτικός φορέας -εκπονήθηκε έπειτα από αιτήματα που έγιναν πριν από τέσσερα χρόνια- αφορά εννέα εταιρείες και αποκαλύπτει ότι συγκεντρώνουν τεράστιες ποσότητες δεδομένων, ενίοτε μέσω άλλων εταιρειών, που τα συγκεντρώνουν και τα πωλούν, και ενίοτε κρατούν στα αρχεία τους τις πληροφορίες επ’ αόριστον.
«Η μελέτη ρίχνει φως στον τρόπο με τον οποίο ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης και υπηρεσίες μετάδοσης βίντεο με streaming συγκεντρώνουν τεράστιες ποσότητες προσωπικών δεδομένων και τα αξιοποιούν εμπορικά, εξασφαλίζοντας δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσια βάση» υπογράμμισε η πρόεδρος της FTC Λίνα Χαν σε δελτίο Τύπου που συνοδεύει τη μελέτη, εκφράζοντας έντονη ανησυχία για το ότι πολλές από αυτές τις εταιρείες δεν προστατεύουν τα παιδιά και τους εφήβους που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους.
Σε αρκετές από τις εταιρείες, το οικονομικό μοντέλο βασίζεται στη στοχευμένη διαφήμιση, που πρακτικά ενθαρρύνει τη μαζική συλλογή δεδομένων χρηστών, ρίχνοντας το βάρος στην εξασφάλιση κέρδους και όχι στην προστασία της ιδιωτικής ζωής, σύμφωνα με το κείμενο.
«Ενώ είναι προσοδοφόρες για τις εταιρείες, αυτές οι πρακτικές παρακολούθησης μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ιδιωτική ζωή ανθρώπων, τις ελευθερίες τους και να τους εκθέσουν σε διάφορα κακά, από κλοπή ταυτότητας ως την παρενοχλητική παρακολούθησή τους» σύμφωνα με την κυρία Χαν.
Αντιδρώντας στη δημοσιοποίηση της μελέτης, ο επικεφαλής της αμερικανικής ένωσης διαφημιστών διαδικτύου (Interactive Advertising Bureau, IAB) εξέφρασε απογοήτευση για το ότι η FTC «χαρακτηρίζει συνεχώς τη βιομηχανία της ψηφιακής διαφήμισης εμπλεκόμενη σε “μαζική παρακολούθηση για εμπορικούς σκοπούς”». Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Κόεν, οι χρήστες του διαδικτύου κατανοούν ότι οι στοχευμένες διαφημίσεις επιτρέπουν να επωφελούνται από υπηρεσίες που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα ήταν δωρεάν ή φθηνές. Ο συλλογικός φορέας τόνισε ακόμη πως υποστηρίζει σθεναρά εξαντλητικό νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε εθνική κλίμακα.
Η μελέτη βασίστηκε σε αιτήματα που εστάλησαν στα τέλη του 2020 σε εταιρείες όπως οι Meta (Facebook, Instagram), YouTube (Google), Snap, Amazon (αφορούσαν το Twitch), ByteDance (TikTok), και Χ (πρώην Twitter).
Ο εκπρόσωπος της Google Χοσέ Κατανέδα τόνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι η εταιρεία εφαρμόζει τις πιο αυστηρές πολιτικές σε όλο τον τομέα όσον αφορά την εμπιστευτικότητα (των δεδομένων) και διαβεβαίωσε: «Δεν πουλάμε ποτέ προσωπικά δεδομένα ούτε χρησιμοποιούμε ποτέ ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα για να προωθήσουμε διαφημίσεις».