Η Κομισιόν παρέπεμψε πρόσφατα την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τις σιδηροδρομικές υποδομές

Την παραπομπή της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε πριν δύο εβδομάδες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το ζήτημα των σιδηροδρομικών υποδομών στη χώρα. Η παραπομπή αφορά την σχεδόν οκταετή καθυστέρηση της υπογραφής και της δημοσίευσης της σύμβασης μεταξύ των εθνικών αρχών και της εταιρείας που διαχειρίζεται τη σιδηροδρομική υποδομή.

Όπως ανέφερε η ανακοίνωση της Κομισιόν στις 15 Φεβρουαρίου, η απόφαση ελήφθη επειδή η Ελλάδα «δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (2012/34/ΕΕ)». Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, «η οδηγία διευκρινίζει ότι τα κράτη-μέλη έπρεπε να εξασφαλίσουν τη σύναψη συμβατικής συμφωνίας μεταξύ της εθνικής αρμόδιας αρχής και του διαχειριστή σιδηροδρομικής υποδομής το αργότερο έως τις 16 Ιουνίου 2015 και τη δημοσίευσή της εντός ενός μηνός».

Η σύναψη και δημοσίευση της συμβατικής συμφωνίας χαρακτηρίζεται από την Κομισιόν «ιδιαίτερα σημαντική για τη διαφάνεια» των έργων στο σιδηροδρομικό δίκτυο. «Η συμφωνία αυτή θα πρέπει να περιέχει ουσιαστικές διατάξεις, όπως αναφορικά με το ύψος των κονδυλίων που διατίθενται για τις υπηρεσίες υποδομής, καθώς και στόχους επιδόσεων προσανατολισμένους στους χρήστες (για παράδειγμα, ταχύτητα γραμμής, ικανοποίηση πελατών ή προστασία του περιβάλλοντος)».

Σημειώνεται περαιτέρω ότι «παρά τις ανταλλαγές επιστολών μεταξύ της Επιτροπής και της Ελλάδας, οι εθνικές αρχές εξακολουθούν να μην έχουν υπογράψει και δημοσιεύσει τη συμβατική συμφωνία» με τον ΟΣΕ. Η Επιτροπή είχε κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας για το θέμα το Δεκέμβριο του 2020 και απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη τον Δεκέμβριο του 2021.

Θέτοντας το πλαίσιο της απόφασης για παραπομπή της Ελλάδα, η Κομισιόν προσθέτει: «Η υποχρέωση σύναψης και δημοσίευσης συμβατικών συμφωνιών μεταξύ εθνικών αρμόδιων αρχών και διαχειριστών σιδηροδρομικής υποδομής αποτελεί σημαντικό στοιχείο της οδηγίας για τον ενιαίο ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό χώρο. Οι συμφωνίες αυτές περιλαμβάνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κράτους-μέλους και του διαχειριστή ή των διαχειριστών υποδομής». Καλύπτουν, δε, «όλες τις πτυχές διαχείρισης της υποδομής, τις οικονομικές υποχρεώσεις του κράτους-μέλους, τις απαιτήσεις αποδοτικότητας για τον διαχειριστή υποδομής, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και τους κανόνες για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και σοβαρών διαταραχών σε λειτουργίες».

Περιλαμβάνουν επίσης «διορθωτικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση που ένα από τα μέρη παραβαίνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, σε περίπτωση που επηρεάζεται η διαθεσιμότητα δημόσιας χρηματοδότησης. Οι συμφωνίες περιλαμβάνουν ένα πενταετές χρηματοδοτικό πλαίσιο για την κατασκευή, την αναβάθμιση και τη συντήρηση της σιδηροδρομικής υποδομής, το οποίο καθιστά προβλέψιμη τη δημόσια χρηματοδότηση».