ΚΕΠΕ: Τρέφει τις ανισότητες ο πληθωρισμός – Δυσανάλογο το βάρος για τα φτωχότερα νοικοκυριά

Τα φτωχότερα νοικοκυριά ήταν αυτά που επιβαρύνθηκαν περισσότερο από το πληθωριστικό σοκ, διαπιστώνει μεταξύ άλλων νέα μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η οποία τονίζει ότι η ακρίβεια των τελευταίων ετών δημιούργησε προϋποθέσεις περαιτέρω διεύρυνσης της οικονομικής ανισότητας. Η μελέτη συμπεραίνει ότι απαιτούνται πρόσθετα μέτρα ελέγχου των τιμών, με έμφαση ιδίως στα τρόφιμα και την ενέργεια, ενώ τονίζει ότι παρά την πρόσφατη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού βρισκόμαστε σε μεταβατική περίοδο και τα μέτρα στήριξης παραμένουν σημαντικά.

Ειδικότερα, οι άμεσες επιδράσεις του πληθωριστικού σοκ δεν είναι οι ίδιες σε όλα τα νοικοκυριά, καθώς το είδος και η ποσότητα των αγαθών που καταναλώνουν διαφοροποιείται βάσει του εισοδήματος, των χαρακτηριστικών, αλλά και του κοινωνικού στάτους τους. Τα κύρια συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής:

(α) Η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή των επιμέρους εισοδηματικών κατηγοριών ακολουθεί τις αντίστοιχες του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή. Δηλαδή, από το τέταρτο τρίμηνο του 2021 παρατηρείται μια σημαντική αύξηση των τιμών, η οποία χαρακτηρίζει όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες.

(β) Η σωρευτική αύξηση τιμών που αντιμετώπισε το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών ήταν υψηλότερη από τον μέσο όρο. Ειδικότερα, την περίοδο 2020-2022, το μέσο επίπεδο των τιμών για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών είχε αυξηθεί κατά 15,6% έναντι 14,7% του μέσου όρου, ενώ κατά το 2022 ο πληθωρισμός των φτωχότερων νοικοκυριών ήταν υψηλότερος του μέσου όρου κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες.

(γ) Το αντίθετο ισχύει για το πλουσιότερο 20% και 10% των νοικοκυριών. Η σωρευτική αύξηση των τιμών την περίοδο 2020-2022 διαμορφώθηκε σε 13,7% και 13,1%, αντίστοιχα, ενώ από το 2020 έως και το 2023 ο δείκτης τιμών καταναλωτή των πλουσιότερων νοικοκυριών υπολείπεται του μέσου όρου. Το 2022 το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών αντιμετώπισε πληθωρισμό κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο του μέσου όρου και κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα του πληθωρισμού των φτωχών.

(δ) Με εξαίρεση το 2022, το εύρος των αποκλίσεων του δείκτη τιμών καταναλωτή μεταξύ φτωχότερων και πλουσιότερων νοικοκυριών δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο (κυμαίνεται σε περίπου στη μία ποσοστιαία μονάδα), αλλά η πληθωριστική κρίση του 2021-22 είχε ως αποτέλεσμα από το τέταρτο τρίμηνο του 2021 και μετά ο δείκτης τιμών καταναλωτή των φτωχότερων να κινείται σταθερά άνω του μέσου όρου χωρίς να διαφαίνονται τάσεις σύγκλισης.

(ε) Η απόκλιση του δείκτη τιμών καταναλωτή των πλουσίων (πλουσιότερο 10%) από τον μέσο όρο είναι σημαντικότερη και εμμένουσα, ενώ το πληθωριστικό σοκ της περιόδου 2021-2022 είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση της απόκλισης.

1 στα 3 νοικοκυριά ξοδεύει περισσότερα από όσα παίρνει

Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες των νοικοκυριών που δεν αντικρίζονται από τρέχοντα έσοδα, τα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής:

(α) Το 2022 το 40,9% των νοικοκυριών είχε δαπάνες που υπερβαίνουν το εισόδημά του. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2020 ήταν 35,9%.

(β) Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως τμήμα του φαινομένου οφείλεται στην απόκρυψη εισοδημάτων για λόγους φοροδιαφυγής. Ειδικότερα, περίπου 1 στα 4 νοικοκυριά που ανήκουν στο πλουσιότερο 10% δηλώνει υπερβάλλουσες δαπάνες, ενώ το 53% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος το εισόδημα από περιουσία (κυρίως ενοίκια) και που ανήκει ταυτόχρονα στο πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών, δηλώνει υπερβάλλουσες δαπάνες.

(γ) Ωστόσο, η περαιτέρω ανάλυση των χαρακτηριστικών της ομάδας των νοικοκυριών με μη αντικριζόμενες δαπάνες δείχνει ότι η διάσταση της απόκρυψης εισοδημάτων -μολονότι υπάρχει- δεν είναι κυρίαρχη. Ακόμα και με την υπόθεση ότι ένα στα πέντε νοικοκυριά που δηλώνει υπερβάλλουσες δαπάνες αποκρύπτει εισοδήματα, το υπολειπόμενο μέγεθος διαμορφώνεται σε 32,7%, δηλαδή περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά.

(δ) Στη χειρότερη θέση βρίσκονται οι μονογονεϊκές οικογένειες και τα φτωχότερα νοικοκυριά, αφού το 79,2% και 78,7%. αντίστοιχα, εμφανίζει δαπάνες που υπερβαίνουν το εισόδημα.

(ε) Ο βαθμός υπέρβασης είναι υψηλότερος μεταξύ των νοικοκυριών με κύριο εισόδημα από επιδόματα ανεργίας (130,7%), από άλλα επιδόματα ή βοηθήματα (167,8%). καθώς επίσης και στις μονογονεϊκές οικογένειες (78,9%) και στα φτωχά νοικοκυριά (78,8%).