Ο χρησμός της Fitch για τις τράπεζες, το νέο δίλημμα της Λαγκάρντ για τα επιτόκια και τα μεγάλα «ψάρια» της αγοράς που φωτογράφισε ο Κ. Χατζηδάκης

Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος είναι ο μοναδικός στη Δυτική Ευρώπη στον οποίο η Fitch Ratings εντοπίζει θετικές προοπτικές για το 2024, καθώς εκτιμά ότι η ανάπτυξη της οικονομίας, η δυναμική της αγοράς real estate και οι αυξημένες επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα θα φέρουν την αύξηση του δανεισμού.

Επιπλέον, η Fitch σημειώνει ότι οι χρηματοδοτικές συνθήκες και η πρόσβαση στις αγορές θα βελτιωθούν για τις ελληνικές τράπεζες, λόγω της αναβάθμισης της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, έπειτα από χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής και οικονομικής στασιμότητας.

Η αύξηση των προμηθειών, η καλή λειτουργική αποτελεσματικότητα και οι περιορισμένες προβλέψεις για επισφάλειες μετά την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης και της εξυγίανσης των τραπεζών επίσης θα στηρίξουν τα αποτελέσματα.

Η Fitch εκτιμά ότι τα νέα δάνεια προς πελάτες λιανικής θα αρχίσουν να ανακάμπτουν, αν και θα παραμείνουν ακόμα σε χαμηλά επίπεδα, ειδικά όσον αφορά τα στεγαστικά.

Ο δείκτης των κόκκινων δανείων αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, στο 4,7% έως τα τέλη του 2024, καθώς οι νέες ροές NPLs θα είναι περιορισμένες, με φόντο την οικονομική ανάπτυξη, την ανθεκτική αγορά εργασίας και τα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών. Η Fitch μάλιστα δεν αποκλείει να επεκταθεί η προστασία από τις επιτοκιακές αυξήσεις, η οποία κανονικά λήγει τον Μάιο του 2024).

*******

Λαγκάρντ και λοιποί κεντρικοί τραπεζίτες βρίσκονται μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα. Καλούνται να αποφασίσουν ποιο λάθος θα προτιμούσαν να διακινδυνεύσουν να κάνουν: να μειώσουν πολύ σύντομα τα επιτόκια και να αφήσουν τον πληθωρισμό να οργιάσει ή να «συντρίψουν» την οικονομία με υπερβολική περιοριστική πολιτική;

Ταυτόχρονα η επικεφαλής της ΕΚΤ καλείται να διαχειριστεί την πίεση των αγορών που ήδη προεξοφλούν τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και μάλιστα πολύ σύντομα.

Οι traders στοιχηματίζουν σε μείωση των επιτοκίων ήδη από τον Μάρτιο. Μάλιστα «βλέπουν» τώρα το επιτόκιο να υποχωρεί στο 2,5% μέχρι το τέλος του 2024.

Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ βάζουν τις τελευταίες πινελιές στις προβλέψεις που θα παρουσιάσει η Λαγκάρντ την ερχόμενη Πέμπτη μαζί με εκτιμήσεις για τους πιθανούς κινδύνους που ενδεχομένως να επηρεάσουν τις προσδοκίες των αγορών.

Οι προβλέψεις θα είναι πιο λεπτομερείς από εκείνες του Σεπτεμβρίου και θα περιλαμβάνουν στοιχεία για το τελευταίο εξάμηνο από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Οι προβλέψεις του Δεκεμβρίου είναι επίσης οι μόνες από τις τέσσερις ετήσιες που παρέχουν πιο μακροπρόθεσμα στοιχεία, στην προκειμένη περίπτωση ο χρονικός ορίζοντας εκτείνεται ως το 2026.

*******

Τρία αυστηρά μηνύματα, για ένταση ελέγχων στα «μεγάλα ψάρια» της αγοράς, για αποφασιστικές κινήσεις στο λαθρεμπόριο καυσίμων και για καμία ανοχή σε σχέση με την καθυστέρηση εγκατάστασης των POS έστειλε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης.

Ο κ. Χατζηδάκης υπογράμμισε ότι εφεξής ο ελεγκτικός μηχανισμός δίνει το βάρος στον εντοπισμό της φοροδιαφυγής που τελείται από τα «μεγαλύτερα και τα μεγάλα ψάρια» της αγοράς. «Όσοι αμφισβητήσουν το τεκμήριο πρέπει να μας αποδείξουν ότι ζουν πολύ χαμηλότερα. Οι έλεγχοι αυτοί θα γίνουν πάρα πολύ γρήγορα» είπε ο υπουργός.

Ισχυρό μήνυμα όμως επεφύλασσε σε σχέση και με το λαθρεμπόριο. «Δεν είναι για το θεαθήναι αυτά που περνάμε στο νομοσχέδιο. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά άσχημη. Είμαστε αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουμε το θέμα με την αυστηρότητα που πρέπει και αυτό αφορά όλους τους εμπλεκόμενους, ιδιαίτερα όλους εκείνους που κατά καιρούς απασχολούν τη δημοσιότητα, με διάφορα ωραία πρωτοσέλιδα, και όλοι καταλαβαίνετε τι θέλω να πω» ανέφερε ο υπουργός και υπογράμμισε πως η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να είναι απολύτως αυστηρή, να εφαρμόσει τον νόμο αλλά και να ασκήσει κάθε δυνατή πίεση, όπου χρειάζεται, για να προχωρήσει το σύστημα εισροών-εκροών.

Παράλληλα ο κ. Χατζηδάκης έστειλε το μήνυμα ότι δεν θα υπάρξει καμία καθυστέρηση και καμία ανοχή σε σχέση με την εγκατάσταση των POS. Στην κατεύθυνση αυτή συστήνεται ομάδα εργασίας όπου θα μετέχουν υπουργείο, ΑΑΔΕ και φορείς της αγοράς, προκειμένου να προχωρήσει η εγκατάσταση, καθώς το σύστημα έχει ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης και δεν πρέπει να τεθεί σε διακινδύνευση η χρηματοδότηση της χώρας.