Τον δρόμο για να αποπληρώσει πρόωρα η Ελλάδα τον Δεκέμβριο, τις δόσεις των δανείων των ετών 2026-2028 για τα διμερή διακρατικά δάνεια των Μνημονίων, ανοίγει η απόφαση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).
Η απόφαση συνοδεύεται από επαίνους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Όπως ανακοίνωσαν την Πέμπτη ο ESM και ο EFSF, συμφώνησαν να γίνει η αποπληρωμή των ελληνικών χρεών προς τους δανειστές της Ελληνικής Δανειακής Διευκόλυνσης (GLF), χωρίς να απαιτήσουν και την ταυτόχρονη αποπληρωμή των δανείων του ESM/EFSF.
Σύμφωνα με τις δανειακές συμφωνίες, ESM και EFSF θα έπρεπε, σε περίπτωση που η Ελλάδα αποπληρώσει πρόωρα άλλους δανειστές (τα διακρατικά δάνεια από τον GLF εν προκειμένω), να απαιτήσουν αναλογική πληρωμή των δανείων από την οικονομική βοήθεια που της παρείχαν τα δύο αυτά ιδρύματα.
Μετά την απόφαση αυτή όμως, η Ελλάδα απαλλάσσεται από την υποχρέωση πρόωρης αποπληρωμής των δανείων ESM/EFSF, ενισχύοντας τη δημοσιονομική της θέση και την οικονομική της σταθερότητα.
Στην ανακοίνωση τονίζεται ότι «η Ελλάδα καταγράφει θετικά αποτελέσματα στην οικονομική της ανάπτυξη, είναι πλέον μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ έχει επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα».
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα στήριξης είχε συμφωνηθεί τον Μάιο του 2010 και αφορούσε διμερή δάνεια από 14 χώρες της ευρωζώνης, ύψους 52,9 δισ. ευρώ, από τα οποία περίπου 39,5 δισ. ευρώ παραμένουν ακόμη εκκρεμή.
Επιπλέον, η Ελλάδα είχε ολοκληρώσει με επιτυχία την αποπληρωμή των δανείων της προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) δύο χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα το 2022, ενώ το 2023 είχε πραγματοποιήσει και την πρώτη πρόωρη αποπληρωμή προς τους δανειστές του GLF.
*******
Εποικοδομητική δηλώνει η Goldman Sachs απέναντι στην ελληνική οικονομία, όπως και τις υπόλοιπες του ευρωπαϊκού Νότου (Ισπανία και Πορτογαλία), εκτιμώντας ότι οι υπεραποδόσεις που άρχισαν να σημειώνονται μετά την πανδημία θα συνεχιστούν.
Η οικονομική δραστηριότητα και στις τρεις οικονομίες έχει ενισχυθεί, με τον μέσο ρυθμό ανάπτυξής τους να υπερβαίνει εκείνον στη ζώνη του ευρώ κατά περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Αυτή η σταθερή οικονομική δυναμική αντικατοπτρίστηκε στην αύξηση των επενδύσεων και της κατανάλωσης, με την ιδιωτική κατανάλωση στις τρεις οικονομίες να ξεπερνά τη ζώνη του ευρώ με περιθώριο μεταξύ 2% και 7%, εξηγεί η Goldman Sachs.
Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος εκτιμά ότι η καλή αύξηση της κατανάλωσης και η ανθεκτικότητα των επενδύσεων θα έχουν και συνέχεια, λόγω της υψηλής αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος και της σταθερής αγοράς εργασίας.
Όπως εξηγεί η Goldman Sachs, οι τρεις οικονομίες του Νότου έχουν μικρότερη έκθεση στους αμερικανικούς δασμούς και στον ανταγωνισμό από τα κινεζικά εργοστάσια, κάτι που επιτρέπει μια πιο ανθεκτική μεταποιητική δραστηριότητα.
Οπως σημειώνει το παράδειγμα της Ελλάδας προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση, καθώς η μεταποιητική δραστηριότητα είναι τώρα 20% υψηλότερη σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, ενώ ο ανταγωνισμός από τα κινεζικά βιομηχανικά προϊόντα είναι ο χαμηλότερος ανάμεσα στις τρεις χώρες.
Την ίδια στιγμή, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να στηρίξουν τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, την ώρα που η δημοσιονομική πολιτική παραμένει προσεκτική και τα χρέη βρίσκονται σε πτωτική τροχιά.
*******
Μπορεί η Ελλάδα να εμφάνισε τον 7ο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2023, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 2%, όμως η πλειονότητα της αύξησης του κατά κεφαλήν προϊόντος σχετίζεται με τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των ωρών εργασίας, καθώς η παραγωγικότητα της εργασίας συνέβαλε μόνο κατά 0,3%.
Όπως σημειώνει η ετήσια έκθεση του Συμβουλίου Παραγωγικότητας του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για το 2024, η διαπίστωση αυτή υπογραμμίζει το γεγονός ότι, από το 2008, ο ρόλος της παραγωγικότητας εργασίας στη στήριξη του κατά κεφαλήν προϊόντος έχει μειωθεί.
Όπως τονίζει το Συμβούλιο Παραγωγικότητας, τα μέτρα πολιτικής για τη βελτίωση της παραγωγικότητας θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την αναβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης και επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Εκτός από τις διεθνείς κρίσεις (πανδημία, συγκρούσεις στη Μ. Ανατολή και την Ουκρανία), η Ελλάδα αντιμετωπίζει μακροχρόνιες αδυναμίες, όπως το υψηλό χρέος και το χαμηλό ποσοστό απασχόλησης, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτά τα προβλήματα συνδυάζονται με επιπλέον προκλήσεις για μεταρρυθμίσεις, τη μείωση του κόστους της ενεργειακής μετάβασης, την ανάγκη αναβάθμισης των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, καθώς και την αντιμετώπιση συχνών και σοβαρών φυσικών καταστροφών, όπως πυρκαγιές και πλημμύρες.
Οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την προώθηση της διπλής μετάβασης, διατηρώντας παράλληλα μια συνετή δημοσιονομική διαχείριση, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της πορείας προς τα εμπρός, τονίζεται.