
Θετικές χαρακτηρίζει τις προοπτικές για τις ελληνικές τράπεζες για το 2025 η Fitch Solutions, καθώς διαπιστώνει ευνοϊκές τάσεις στην εξέλιξη των ισολογισμών, τους δείκτες χρηματοοικονομικής υγείας και το περιβάλλον ανταγωνισμού.
Όπως γράφουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές και οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες επέστρεψαν σε ιδιώτες, ολοκληρώνοντας μια μακρά διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, εξυγίανσης και εκκαθάρισης του ισολογισμού στον απόηχο της κρίσης δημοσίου χρέους και είναι πλέον στην καλύτερη οικονομική κατάσταση της τελευταίας δεκαετίας, γεγονός που τις τοποθετεί σε καλή θέση να επιδιώξουν την ανάπτυξη και την επέκταση τους χωρίς να ενοχλούνται από τα ζητήματα της κρίσης.
«Αναμένουμε ότι η αύξηση των δανείων θα παραμείνει θετική, αντιστρέφοντας μια δεκαετή τάση συρρίκνωσης των ισολογισμών, κυρίως λόγω του εταιρικού δανεισμού, αλλά με αυξανόμενη συνεισφορά από τα νοικοκυριά τώρα που το πρόγραμμα Ηρακλής έληξε», εκτιμά ο οίκος.
Με τις τιτλοποιήσεις του προγράμματος Ηρακλής να ολοκληρώνονται και με τη στήριξη του προγράμματος Σπίτι Μου ΙΙ, ο οίκος εκτιμά ότι η ζήτηση για δάνεια από τα νοικοκυριά θα αρχίσει να ανακάμπτει τους επόμενους μήνες. Μάλιστα, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές των δανείων (με ορίζοντα τα 2034), χαρακτηρίζονται θετικές, με τους αναλυτές να μην περιμένουν την επιστροφή στη συρρίκνωση του παρελθόντος.
Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων και η απόδοση ενεργητικού του κλάδου έχει εκτιναχθεί από το 2022 και βρίσκεται σήμερα πολύ υψηλότερα από τον σταθμισμένο μέσο όρο της Ευρώπης, με βασικούς μοχλούς την αύξηση των εσόδων από τόκους και τις μειωμένες προβλέψεις για επισφάλειες. Σε αυτό το περιβάλλον, οι τράπεζες διένειμαν μερίσματα για πρώτη φορά εδώ και 15 χρόνια το πρώτο εξάμηνο του 2024 σημειώνει η Fitch.
******
Αποκλιμάκωση των επιτοκίων χορηγήσεων καταγράφηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, μετά τις διαδοχικές μειώσεις των επιτοκίων του ευρώ, οι οποίες συνεχίστηκαν και την περασμένη εβδομάδα κατά 0,25% (η 5η κατά σειρά μείωση από τις αρχές του 2024).
Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι και η συνεχιζόμενη μείωση των δόσεων για στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια μετά την «έκρηξη» που είχε προκαλέσει ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων του ευρώ.
Από τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος προκύπτει ότι το Δεκέμβριο του 2024, τα μέσα σταθμισμένα επιτόκια των νέων καταθέσεων και δανείων διαμορφώθηκαν στο 0,45% και 5,21% αντίστοιχα.
Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στις 4,76 εκατοστιαίες μονάδες.
Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,49%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των δανείων μειώθηκε στο 5,50%.
Ελαφρώς περιορίστηκε και η «ψαλίδα» μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, καθώς μειώθηκε στις 5,01 εκατοστιαίες μονάδες.
******
Η απάντηση της Κίνας στους δασμούς των ΗΠΑ δείχνει ότι ο Σι Τζινπίνγκ υιοθετεί μια πιο προσεκτική προσέγγιση από ό,τι κατά την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με ανάλυση του Bloomberg.
Ενώ ο Τραμπ ανέστειλε την επιβολή δασμών, μετά από συνομιλίες με τους ηγέτες του Μεξικού και του Καναδά, έθεσε σε ισχύ την επιβολή δασμών στην Κίνα.
Το Πεκίνο απάντησε γρήγορα με μια σειρά μέτρων που φαίνεται ότι έχουν σχεδιαστεί με προσοχή.
Ανακοίνωσε πρόσθετους δασμούς σε περίπου 80 προϊόντα που θα τεθούν σε ισχύ στις 10 Φεβρουαρίου, ξεκίνησε έρευνα για αντιμονοπωλιακή νομοθεσία στην Google, αυστηροποίησε τους ελέγχους των εξαγωγών σε κρίσιμα ορυκτά και πρόσθεσε δύο αμερικανικές εταιρείες στη μαύρη λίστα των αναξιόπιστων οντοτήτων του.
Η Κίνα φαίνεται ότι είναι πλέον διαβασμένη, καθώς έχει στο ιστορικό της τον πρώτο εμπορικό πόλεμο που έλαβε χώρα στην προηγούμενη προεδρία Τραμπ. Τότε το Πεκίνο ανταπέδωσε με δασμούς ισόποσους ή κοντά σε αυτούς που επέβαλαν οι ΗΠΑ. Αυτή τη φορά ο Σι έβαλε δασμούς μόνο σε αμερικανικά προϊόντα αξίας 14 δισ. δολαρίων, ένα μικρό μέρος από αυτά που είχε στοχεύσει ο Τραμπ, ενώ έλαβε άλλα μέτρα που επιδεικνύουν την ικανότητα της Κίνας να προκαλέσει περαιτέρω πόνο στις αμερικανικές εταιρείες, αν χρειαστεί.
Ο Κινέζος ηγέτης στηρίζεται στη μεταποίηση και τις υπερπόντιες πωλήσεις για να διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης ενώ στο εσωτερικό του θα πρέπει να διαχειριστεί τις αυξανόμενες αντιπληθωριστικές πιέσεις και την φούσκα ακινήτων.
Η προσεκτική αντίδραση του Πεκίνου βοήθησε στην αποφυγή πανικού στις αγορές.
Το ερώτημα τώρα είναι αν οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία πριν τεθούν σε ισχύ οι κινεζικοί δασμοί.