
Τα spreads των γαλλικών ομολόγων θα αυξηθούν και άλλο, καθώς δεν υπάρχει στη Γαλλία κανένα ρεαλιστικό σενάριο για τις εκλογές το οποίο θα ήταν ευπρόσδεκτο για τους επενδυτές, προειδοποιεί η Capital Economics.
Στο πλαίσιο αυτό, ο οίκος εκτιμά ότι τα spreads της Ελλάδας, του Βελγίου, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας θα παραμείνουν ενισχυμένα βραχυπρόθεσμα, αλλά θα υποχωρήσουν σε βάθος χρόνου, λόγω της βελτίωσης της δημοσιονομικής εικόνας των χωρών αυτών.
Όπως επισημαίνει η Capital Economics, το spread του γαλλικού 10ετούς έναντι του αντίστοιχου γερμανικού τίτλου έχει αυξηθεί κατά περίπου 25 μονάδες βάσης, στις 75 μονάδες βάσης αφότου ο πρόεδρος Macron προκήρυξε πρόωρες εκλογές. Και κατά πάσα πιθανότητα, θα σημειώσει κάποια περαιτέρω αύξηση.
Σύμφωνα με τον οίκο, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποιο ρεαλιστικό σενάριο που να μπορεί να θεωρηθεί θετικό από τους επενδυτές. Μια νίκη του ακροδεξιού κόμματος της Marine Le Pen (Rassemblement National – RN) ή του αριστερού συνασπισμού του Νέου Λαϊκού Μετώπου θα πυροδοτούσε ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους, με δεδομένες τις δεσμεύσεις των δύο αυτών πλευρών για σημαντική αύξηση των δημόσιων δαπανών και αναδίπλωση βασικών μεταρρυθμίσεων του Macron.
Σε κάθε περίπτωση, η Capital Economics χαρακτηρίζει αρκετά μακρινό τον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωζώνης ακόμα και σε περίπτωση κυβέρνησης του RN, καθώς το κόμμα έχει εγκαταλείψει τα προηγούμενα σχέδιά του για δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή της Γαλλίας στην Ε.Ε.
Καθώς όμως οι ανησυχίες δεν αναμένεται να μετριαστούν μετά τις εκλογές, η Capital Economics θεωρεί ότι τα spreads της Ελλάδας, του Βελγίου, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας δεν θα υποχωρήσουν ιδιαίτερα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Όμως, αναμένεται τελικά να πέσουν στην περίπτωση της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, με δεδομένες τις προσπάθειες των χωρών αυτών να βελτιώσουν την δημοσιονομική τους εικόνα. Άλλωστε, η Capital Economics θυμίζει ότι τα χρέη σε Ελλάδα και Πορτογαλία έχουν πέσει πολύ χαμηλότερα από τα προ-πανδημίας επίπεδα.
******
Δημοσιονομικό καμπανάκι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία προειδοποιεί ότι οι χώρες της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν «σημαντικά δημοσιονομικά βάρη» και αυξημένο χρέος από τη γήρανση του πληθυσμού, τις επιπλέον αμυντικές δαπάνες και την κλιματική αλλαγή.
Η ΕΚΤ τονίζει ότι οι εξελίξεις αυτές καθιστούν πιο επιτακτική τη μείωση των υψηλών επιπέδων χρέους τους. Αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας υπολόγισαν ότι οι χώρες της Ευρωζώνης θα πρέπει να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέχρι το 2070, κάτι που θα απαιτούσε εξοικονόμηση πόρων ή επιπλέον έσοδα 720 δισ. ευρώ στα τρέχοντα επίπεδα παραγωγής.
Η αξιολόγηση της ΕΚΤ για τις δημοσιονομικές προκλήσεις συμπίπτει χρονικά με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εκκινήσει τη διαδικασία περί υπερβολικού ελλείμματος για τη Γαλλία, την Ιταλία και άλλες πέντε χώρες για παραβίαση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, αυξάνοντας το άγχος των επενδυτών για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Η ΕΚΤ αναφέρει στην ανάλυσή της ότι στο μέλλον διάφορες μακροπρόθεσμες προκλήσεις είναι πιθανό να ασκήσουν πίεση στα δημόσια οικονομικά στη ζώνη του ευρώ.
Εκτός από τα υπάρχοντα δημοσιονομικά βάρη – όπως αντικατοπτρίζονται στους υψηλούς δείκτες χρέους σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ, που επιδεινώθηκαν από την πανδημία και την επακόλουθη ενεργειακή κρίση – υπάρχουν αρκετές σημαντικές μακροπρόθεσμες προκλήσεις για τη δημοσιονομική δυναμική.
Την Τετάρτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέπληξε τη Γαλλία, την Ιταλία και πολλά άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για υπερβάσεις του προϋπολογισμού πάνω από το όριο του 3% του μπλοκ.
“Οι προκλήσεις για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι χαμηλές σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ βραχυπρόθεσμα, ενώ είναι αυξημένες μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα σε αρκετές χώρες, λόγω των προβλεπόμενων υψηλών ή/και αυξανόμενων αναλογιών χρέους προς ΑΕΠ σε ορισμένα κράτη μέλη”, σημείωσε η Επιτροπή.
******
Μείωση του πραγματικού εισοδήματος από εργασία κατά 8,3% την τριετία 2019 – 2023, υστέρηση στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας και δυσκολία στο ένα τρίτο των νοικοκυριών (36%) να ανταπεξέλθει στις δαπάνες βασικών αναγκών, διαπιστώνει η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ (Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ) για την οικονομία και την απασχόληση.
Αντιθέτως τα στοιχεία της αγοράς εργασίας δείχνουν «σημάδια βελτίωσης» με την ανεργία να μειώνεται «αλλά να παραμένει – ακόμη – σε υψηλά ποσοστά», ενώ τα ποιοτικά στοιχεία καταγράφουν αποκλίσεις στην απασχόληση ειδικών ομάδων του πληθυσμού, όπως είναι οι γυναίκες, οι νέοι, αλλά και ορισμένες γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας.
Σύμφωνα με την έκθεση συνολικά, την περίοδο 2019-2023 η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του πραγματικού εισοδήματος από εργασία (-8,3%) σε σχέση με όλες τις χώρες της ΕΕ-27. Επομένως, η Ελλάδα όχι απλώς δεν συγκλίνει με την ΕΕ-27 σε όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, αλλά αποκλίνει ταχύτατα και από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και από τις περιφερειακές χώρες, που αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο ραγδαία.
Σε ότι αφορά την ακρίβεια και την φτώχεια η έκθεση του ΙΝΕ παρατηρεί πως κατά την τριετία 2021-2023 περίπου το 36% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντεπεξερχόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία στις δαπάνες για την κάλυψη των βασικών του αναγκών. Το 2023 το ποσοστό των εργαζομένων με σύμβαση μερικής απασχόλησης που αντιμετώπισε κίνδυνο φτώχειας στην εργασία αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, με σχεδόν 22 στους 100 εργαζομένους να έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ στην ίδια συνθήκη βρέθηκαν 9 στους 100 απασχολουμένους με σύμβαση πλήρους απασχόλησης.




























