Μείωση πλεονάσματος για δημόσιες επενδύσεις, μείωση φόρων, έμφαση σε ΑΠΕ και επενδύσεις σε τουρισμό και παραγωγή, προτείνει ο Μ. Σάλλας

Τέσσερις βασικούς άξονες για την επιτάχυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας παρουσίασε ο Μιχάλης Σάλλας, πρόεδρος του ομίλου Lyktos, στην ομιλία του στο Οικονομικό Συμπόσιο του Sparta Forum με θέμα «Κοιτώντας Μπροστά: Μπορούμε να ξεπεράσουμε το 4% σε Ρυθμούς Ανάπτυξης;». Την εκδήλωση, όπου μίλησε και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας (και άλλοι υπουργοί) και η οποία συγκέντρωσε πλήθος κόσμου, διοργάνωσαν ο δήμος Σπάρτης, με τη στήριξη του Διεθνούς Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, ICC- The International Chamber of Commerce Greece.

Η μακροπρόθεσμη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας αλλά και η επίτευξη ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια απαιτούν ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, τόνισε ο κ. Σάλλας στην ομιλία του, με τίτλο «Μία άλλη πρόταση για την ανάπτυξη», εστιάζοντας σε τέσσερις βασικούς άξονες:

– Στη μείωση του πλεονάσματος με στόχο τις δημόσιες επενδύσεις

– Στη διασφάλιση και θεσμοθέτηση της αποδοτικής μείωσης της φορολογίας

– Στη διευκόλυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ

– Στην αναβάθμιση των τουριστικών προϊόντων, καθώς και στην ενίσχυση προϊόντων ελληνικής παραγωγής με Συμβολαιακή Τραπεζική

Όπως επεσήμανε ο πρόεδρος της Lyktos, oι τέσσερις αυτές προτάσεις οδηγούν, κατά την άποψή του, «γρήγορα σε ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους εκείνων που υλοποιούνται ή προβλέπονται για τα επόμενα χρόνια, γιατί ενισχύουν τις επενδύσεις σε υποδομές, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας και οδηγούν σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος».

Ο κ. Σάλλας συνέχισε λέγοντας πως οι παραπάνω άξονες «επίσης επιταχύνουν τον εκσυγχρονισμό και τη περιβαλλοντική αναβάθμιση της χώρας και βελτιώνουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, συμβάλλοντας στον επανακαθορισμό του μοντέλου ανάπτυξης και της παρουσίας της χώρας στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον».

Η χώρα έχει μπει οριστικά σε αναπτυξιακή τροχιά, αλλά υπάρχουν εστίες προβληματισμού

Σχετικά με το σε ποιά φάση βρίσκεται η ελληνική οικονομία δήλωσε πως η χώρα έχει μπει οριστικά σε αναπτυξιακή τροχιά, αλλά δεν πρέπει να εφυσηχάσουμε γιατί ακόμα υπάρχουν εστίες προβληματισμού, που σχετίζονται με την ιδιωτική κατανάλωση.

«Μετά από 11 συνεχόμενα τρίμηνα αύξησης του ΑΕΠ δημιουργείται η προσδοκία ότι η χώρα έχει οριστικά μπει σε αναπτυξιακή τροχιά αλλά παρά την πρόοδο που αποτυπώνεται σε σειρά οικονομικών δεικτών και τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, παραμένουν και κάποιες πηγές προβληματισμού» τόνισε εξηγώντας πως «η σταθεροποίηση και η ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν βασίζονται μόνον στη δημιουργία νέων εισοδημάτων αλλά και στην ανάλωση περιουσιακών στοιχείων του παρελθόντος, ενώ οι καθαρές επενδύσεις, δηλαδή οι επενδύσεις αν αφαιρεθούν οι αποσβέσεις, είναι αρνητικές. Πρόκειται για μία τάση αποεπένδυσης, που ως προοπτική πρέπει άμεσα να αλλάξει.»

Τράπεζες: μοχλός για υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας

Ο κ. Σάλλας αναφερόμενος στον τραπεζικό τομέα και στη συμβολή του στην οικονομία είπε πως «εάν ο τραπεζικός τομέας μπορούσε να χρηματοδοτήσει απρόσκοπτα την οικονομία, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης θα είχε εκτοξευθεί σε αισθητά υψηλότερα επίπεδα και χωρίς χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα είναι πολύ δύσκολο να προχωρήσει η ανάπτυξη με υψηλότερους ρυθμούς».

Για το σχέδιο «Ηρακλής» δήλωσε ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά για την απομείωση των κόκκινων δανείων. Σημείωσε πως το ιδιωτικό χρέος έχει φθάσει λόγω κρίσης στα 259 δισ. ευρώ και ότι μόνον η ανάπτυξη της οικονομίας μπορεί να βγάλει τη χώρα αποτελεσματικά μπροστά.

Παραγωγικό και εξαγωγικό το νέο μοντέλο

Σχετικά με μοντέλο της ελληνικής οικονομίας είπε ότι πρέπει να γίνει παραγωγικό από καταναλωτικό και να στραφεί στις εξαγωγές. «Πρέπει να δοθεί έμφαση σε εξωστρεφείς κλάδους, στους οποίους έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα: Στον τουρισμό, τη γεωργία, τη μεταποίηση τροφίμων, την ενέργεια, τα βασικά μέταλλα και ορυκτά, τα χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι παραδοσιακοί τομείς της οικονομίας, όπως πχ οι κατασκευές και η οικοδομή, οι οποίοι τα χρόνια προ της κρίσης στηρίχθηκαν κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις δημόσιες επενδύσεις, δεν θα συνεχίσουν να παίζουν σημαντικό ρόλο, ενώ σοβαρά πλεονεκτήματα μπορεί να προσφέρει η ανάπτυξη παράλληλων δραστηριοτήτων, όπως πχ τα clusters, οι συστάδες επιχειρήσεων που θα λειτουργούν συμπληρωματικά γύρω από τις αποκρατικοποιημένες επιχειρήσεις διαχείρισης υποδομών.»

Κατέληξε λέγοντας πως «η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Για να είναι βιώσιμη και ακόμα πιο αποδοτική, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην παραγωγή προϊόντων προστιθέμενης αξίας, που θα αξιοποιούν τα ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα, θα ενισχύουν την εξωστρέφεια της οικονομίας και θα πολλαπλασιάζουν το οικονομικό αντίκτυπο των νέων επενδύσεων και των αποκρατικοποιήσεων».

Ακολουθεί όλη η ομιλία του Μιχάλη Σάλλα στο Οικονομικό Συμπόσιο SPARTA FORUM

Tα 11 συνεχόμενα τρίμηνα αύξησης του ΑΕΠ δημιουργούν την προσδοκία ότι η χώρα έχει οριστικά μπει σε αναπτυξιακή τροχιά.

Το ΑΕΠ εκτιμάται πως αυξήθηκε σε ποσοστό υψηλότερο του 2% τη χρονιά που πέρασε, ενώ οι εκτιμήσεις μιλούν για 2,5% το 2020. Και όλα αυτά παρά την επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος. Άλλωστε στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή μας οι ανακατατάξεις είναι ραγδαίες και δεν έχουμε το δικαίωμα να είμαστε παθητικοί θεατές.

Η σημαντική ενίσχυση του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος στις 104 μονάδες κατά μέσο όρο το 2019 είναι τo αποτέλεσμα της σταδιακής βελτίωσης των προσδοκιών στους επιμέρους κλάδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας αλλά και της ενίσχυσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.

Συγχρόνως παρατηρείται μείωση του ποσοστού ανεργίας στο 16,6% τον Οκτώβριο του 2019, επίπεδo χαμηλότερo και από τον Απρίλιο του 2011. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 2,2% το 10μηνο του 2019, ενώ σε ότι αφορά τα τραπεζικά δρώμενα παρατηρήθηκε αύξηση των καταθέσεων από τον ιδιωτικό τομέα, η οποία το Νοέμβριο υπολογίστηκε σε 6,5% σε ετήσια βάση με 5,2 δις. ευρώ καθαρή ροή στο διάστημα Ιανουαρίου – Νοεμβρίου. Και μάλιστα θα πρέπει να σημειωθεί πως η αύξηση αυτή συντελέστηκε με καταθετικά επιτόκια που κινούνται κοντά στο μηδέν.

Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων διαμορφώθηκε στο 2,5%. Ασφαλώς όμως υπολείπεται κατά πολύ από το επίπεδο, στο οποίο θα έπρεπε να βρίσκεται ώστε να λειτουργήσει ενισχυτικά της ανάπτυξης. Το θέμα αυτό θα μου επιτρέψετε να το αναλύσω λίγο περισσότερο παρακάτω.

Οι οίκοι αξιολόγησης Moody’s και S&P σταδιακά αναβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε Β1 (σταθερές προοπτικές), ΒΒ- (θετικές προοπτικές) αντιστοίχως, ενώ η Fitch Ratings, μόλις την Παρασκευή, 24/1, αναβάθμισε το αξιόχρεο του ελληνικού χρέους σε ΒΒΒ από ΒΒΒ- , διατηρώντας θετικό outlook.

Η αναβάθμιση αυτή αντανακλά κυρίως τη βελτίωση των προοπτικών στην οικονομία, σε συνδυασμό με τις ισχυρές επιδόσεις στον προϋπολογισμό και το ευνοϊκό προφίλ του χρέους.

Τα στοιχεία για τους κλάδους της οικονομίας δίνουν ανάγλυφη την προοπτική. Συγκεκριμένα, σε ετήσια βάση το 2019:

Η μεταποίηση και οι εξαγωγές παρουσίασαν αύξηση 1,7% με στοιχεία 11μήνου.
Το λιανικό εμπόριο παρουσίασε αύξηση 1,7% με στοιχεία 10μήνου.
Οι καθαρές ξένες άμεσες επενδύσεις παρουσίασαν αύξηση 94,6% στο εξάμηνο.
Η οικοδομική δραστηριότητα παρουσίασε αύξηση 7,9% στο 9μηνο, και
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις, σε επίπεδο 10μήνου παρουσίασαν αύξηση 13,1%.
Υπάρχουν ωστόσο κάποιες πηγές προβληματισμού. Η σταθεροποίηση και η ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν βασίζονται μόνο στη δημιουργία νέων εισοδημάτων αλλά και στην ανάλωση περιουσιακών στοιχείων του παρελθόντος. Από το 2012 παρατηρείται αρνητική αποταμίευση. Και εάν στην παρούσα φάση σημειώνεται αύξηση των καταθέσεων αυτό συμβαίνει κυρίως διότι τα χρήματα που έφυγαν από το τραπεζικό σύστημα επανέρχονται σταδιακά.

Μια άλλη σημαντική πηγή προβληματισμού είναι το γεγονός πως οι καθαρές επενδύσεις, δηλαδή οι επενδύσεις αν αφαιρεθούν οι αποσβέσεις, είναι αρνητικές. Πρόκειται για μια τάση αποεπένδυσης που ως προοπτική πρέπει άμεσα να αλλάξει. Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη χαμηλή ιδιωτική ζήτηση που δεν επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να ξανοιχτεί σε κάτι νέο, ενώ η πιστωτική επέκταση παραμένει εξόχως προβληματική. Τα δε επιτόκια χορηγήσεων βρίσκονται σε αρκετά υψηλά επίπεδα.

Ας δούμε λίγο πως λειτουργούν οι τράπεζες και γιατί λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο.

Εάν ο τραπεζικός τομέας μπορούσε να χρηματοδοτήσει απρόσκοπτα την οικονομία, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης θα είχε εκτοξευθεί σε αισθητά υψηλότερα επίπεδα.

Οι τράπεζες λειτουργούν με έντονη εσωστρέφεια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, προβλήματα που δημιούργησε η κρίση και που δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα για μια σειρά από λόγους, με σημαντικές συνέπειες και για την εθνική οικονομία.

Αν σκεφθεί κανείς πως το ιδιωτικό χρέος στο σύνολό του έχει φθάσει λόγω κρίσης στα 259 δις ευρώ, κατανοεί πως μόνον η επέκταση, η ανάπτυξη της οικονομίας μπορεί να βγάλει τη χώρα αποτελεσματικά μπροστά. Χωρίς χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα είναι δύσκολο πολύ να προχωρήσει η ανάπτυξη με υψηλότερους ρυθμούς.

Το να αναφερθούμε εκ νέου στο τι θα μπορούσε να είχε γίνει και στο τι έγινε τελικώς σε σχέση με τις τράπεζες, δεν έχει πια ιδιαίτερη αξία, ούτε προσθέτουμε κάτι ουσιαστικό στην πρόοδο και τις εξελίξεις. Άλλωστε οι λύσεις που δρομολογήθηκαν έστω και με καθυστέρηση είναι πια προς τη σωστή κατεύθυνση και τα αποτελέσματα αναμένεται να δώσουν ανάσες στον τραπεζικό τομέα.

Το σχέδιο «Ηρακλής» για παράδειγμα μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά στο θέμα της απομείωσης των κόκκινων δανείων, που αποτελεί και το βασικό πρόβλημα των τραπεζών.

Ένα πάντως είναι βέβαιο: Ανάπτυξη χωρίς χρηματοδότηση της αγοράς δεν μπορεί να υπάρξει. Άρα όλοι πρέπει να επικεντρωθούμε σε αυτό, δηλαδή το πώς θα απελευθερωθούν πόροι ώστε να χρηματοδοτηθεί η Ελληνική Οικονομία και ακόμη πως θα γίνει μόχλευση των πόρων αυτών, ώστε η χρηματοδότηση να υποστηρίξει την αγορά.

Ωστόσο πρέπει να πούμε ότι το γεγονός πως οι τράπεζες περιόρισαν την χρηματοδότηση της οικονομίας δεν οφείλεται μόνο στους περιορισμένους πόρους αλλά και στην έλλειψη αξιόπιστων projects σε όλες τις κλίμακες της αγοράς.

Δυστυχώς, σημαντικό επίσης ρόλο παίζει και το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο όπως εξελίχθηκε, αφαίρεσε από τα πιστωτικά ιδρύματα τα επιχειρησιακά τους χαρακτηριστικά και τείνει να μετατρέψει τις τράπεζες σε απλές πλατφόρμες εξυπηρέτησης του κοινού.

Ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί, καθώς τα πιστωτικά ιδρύματα απασχόλησαν και απασχολούν το μεγαλύτερο κομμάτι των πόρων τους προκειμένου να επιλύσουν το κρίσιμο πρόβλημα των NPEs.

Δεν είναι όμως μόνον το θέμα των τραπεζών. Η ισχνή οικονομική ανάπτυξη των προηγούμενων χρόνων, που οφείλεται και στην στρεβλή φορολογική πολιτική, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια στον τομέα των επενδύσεων, τουλάχιστον με εγχώρια κεφάλαια. Πιστεύω όμως ότι σ΄ αυτόν τον τομέα άρχισαν να γίνονται βήματα.

Σε ορίζοντα βραχυχρόνιο, ο πρωταρχικός μοχλός επιτάχυνσης της ανάπτυξης πέραν του 2% στο οποίο κινούμαστε σήμερα, δεν μπορεί να είναι άλλος από τον αναπτυξιακό επαναπροσδιορισμό μεγεθών.

Η συζήτηση για τα πλεονάσματα ανοίγει. Τα πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ή αλλιώς 7 δις. ευρώ περίπου, θα εκταμιεύοντο προς τους πιστωτές του εξωτερικού. Εάν ένα τμήμα του πλεονάσματος αυτού πχ. 1,5% του ΑΕΠ δεσμευτεί για χρηματοδότηση έργων υποδομής, τότε το μέγεθος του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων θα διευρυνόταν από το επίπεδο των 6,7 δις. ευρώ σήμερα, σε 10 δις. ευρώ σε μια προοπτική. Και μπορεί αυτό να μην αποφασίζεται έτσι άμεσα, όμως ήδη τμήμα από τα ANFAs θα οδηγηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη συζήτηση που έχει ανοίξει με στόχο τα μικρότερα πλεονάσματα, μπορεί να αλλάξει σε σημαντικό βαθμό τα πράγματα για τις δημόσιες επενδύσεις.

Η ελληνική οικονομία πρέπει να επαναπροσδιορίσει το παραγωγικό της μοντέλο από καταναλωτικό, που ήταν μέχρι σήμερα, σε εξαγωγικό. Πρέπει να δοθεί έμφαση σε εξαγωγικούς κλάδους, που η χώρα έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα: τουρισμός, γεωργία, μεταποίηση τροφίμων, ενέργεια, βασικά μέταλλα και ορυκτά, χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι παραδοσιακοί τομείς της οικονομίας, όπως π.χ. οι κατασκευές και η οικοδομή, οι οποίοι τα χρόνια προ της κρίσης στηρίχθηκαν κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και στις δημόσιες επενδύσεις, δεν θα συνεχίσουν να παίζουν σημαντικό ρόλο.

Η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Για να είναι βιώσιμη και ακόμα πιο αποδοτική, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην παραγωγή προϊόντων προστιθέμενης αξίας που θα αξιοποιούν τα ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα. Τομείς στους οποίους έχουμε ήδη ισχυρή παρουσία, όπως για παράδειγμα ο τουρισμός, που αποτελεί βασικό εξαγωγικό κλάδο με πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί να αποφέρει πολλά περισσότερα με τις κατάλληλες επενδύσεις.

Αλλά και κλάδοι με χαμηλότερη αναπτυξιακή προοοπτική μπορούν να ενισχυθούν, ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση των αγορών μπορούν να αυξήσουν τον δυναμισμό της οικονομίας.

Είναι πολλά αυτά που μπορούμε να κάνουμε ακόμα: Ένα παράδειγμα είναι τα clusters, η δημιουργία συστάδων επιχειρήσεων. Θα μπορούσαμε να δούμε το γερμανικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο εκατοντάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται, εξυπηρετώντας τις ανάγκες γερμανικών βιομηχανικών κολοσσών. Θα μπορούσαμε στην Ελλάδα να επιδιώξουμε τη δημιουργία συστάδων επιχειρήσεων, που θα λειτουργούν συμπληρωματικά, γύρω από τις αποκρατικοποιημένες επιχειρήσεις διαχείρισης υποδομών. Επιχειρήσεις στον κλάδο διαχείρισης και αποθήκευσης φορτίων, στα logistics, στις ναυπηγοεπισκευές και σε μία σειρά άλλων συμπληρωματικών εργασιών και υπηρεσιών, μπορούν να αναπτυχθούν γύρω από μεγάλες επιχειρήσεις, όπως ο ΣΕΠ, ο Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά, ο ΟΛΘ και ο ΟΣΕ.

Με αυτόν τον τρόπο, θα μοχλεύσουμε με το καλύτερο δυνατό τρόπο το όφελος των αποκρατικοποιήσεων αυτών, δημιουργώντας πολλαπλάσιες επενδύσεις, θέσεις εργασίας και παράλληλα θα μεγιστοποιήσουμε την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία για την οικονομία μας.

Ο τουρισμός που ήδη συμβάλλει σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας μπορεί να αξιοποιηθεί ακόμα περισσότερο. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η συμβολή των ταξιδιωτικών εισπράξεων στο ελληνικό ΑΕΠ βαίνει αυξανόμενη τη τελευταία δεκαετία, φθάνοντας από 4,3% του ΑΕΠ το 2010 σε 8,7 % το 2018. Το δε 2019, φαίνεται πως ο τουρισμός κατέρριψε κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Το 11μηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2019 οι τουριστικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 13,0% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2018 και διαμορφώθηκαν στα 17, 863 δις. ευρώ. Ευρώ. Το ταξιδιωτικό ισοζύγιο εμφάνισε πλεόνασμα 15, 373 δις. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 13,872 δις. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2018.

Δεν είναι τυχαίο που πλέον η χώρα μας κατατάσσεται σταθερά στο ΤΟΠ 10-15 των πιο ελκυστικών τουριστικών προορισμών στον κόσμο, μία διάκριση που πρέπει να διατηρήσουμε και να βελτιώσουμε, με γνώμονα τη συνεχή αναβάθμιση και διαφοροποίηση του τουριστικού μας προϊόντος, ώστε και η δαπάνη ανά επισκέπτη να αυξηθεί και οι προσφερόμενες υπηρεσίες να καλύπτουν μία ευρεία γκάμα ταξιδιωτικών ενδιαφερόντων. Οι υπο-τομείς της τουριστικής δραστηριότητας, όπως τα συνέδρια, ο θαλάσσιος, ο αθλητικός τουρισμός κλπ. είναι τα μικρά διαμάντια της αγοράς, που μπορούν να προσελκύουν επισκέπτες υψηλού επιπέδου, καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, παρατείνοντας την τουριστική σαιζόν.

Για όλους αυτούς του λόγους και παράλληλα με τις επενδύσεις σε ξενοδοχεία και μονάδες φιλοξενίας, οι οποίες έλκουν μεγάλο ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων επενδυτών, θα πρέπει να γίνουν επενδύσεις στις υποδομές για τη συνεχή βελτίωση τους.

Θα σταθώ λίγο στον τομέα της Ενέργειας, τον οποίον θεωρώ πολύ σημαντικό, καθώς εξελίσσεται σε κλάδο αιχμής για την οικονομία. Το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, το οποίο εναρμονίζει τη χώρα με τους στόχους της ΕΕ για κλιματική ουδετερότητα ως το 2050, προβλέπει ως το 2030 την πραγματοποίηση επενδύσεων, συνολικού ύψους 43,8 δις. ευρώ, δηλαδή περίπου 4,4 δις. ευρώ ετησίως, σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας, ακόμα και οικονομικά κίνητρα για την αγορά ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων. Πρόκειται για την απαρχή του ολικού μετασχηματισμού των μέσων παραγωγής της ενέργειας που καταναλώνουμε, τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ΑΠΕ και τις καθαρές μορφές ενέργειας, μίας αλλαγής που θα επηρεάσει καταλυτικά τους περισσότερους τομείς της οικονομίας, από τις μεταφορές ως τις τράπεζες.

Στο νέο ενεργειακό γίγνεσθαι, πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι επενδύσεις στις ΑΠΕ αλλά και στα έργα εξοικονόμησης ενέργειας, τα οποία επί της ουσίας αφορούν στην αναβάθμιση σημαντικού τμήματος του κτιριακού αποθέματος της χώρας..

Οι ΑΠΕ θα πρέπει να καλύπτουν ως το 2030 το 35% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης και το 61-64% της κατανάλωσης ηλεκτρισμού. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική ισχύς των εγκαταστάσεων ΑΠΕ μέσα σε μία δεκαετία θα πρέπει σχεδόν να διπλασιαστεί και από 10,1 γιγαβάτ το 2020 να φθάσει στα 19 γιγαβάτ το 2030, με τη μερίδα του λέοντος να αφορά σε αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα. Μόνον μέσα στη διετία 2020-2022 πρέπει να έχουν εγκατασταθεί και να λειτουργούν ΑΠΕ ισχύος 1,8 GW.

Για να υλοποιηθούν έγκαιρα και με την ταχύτητα που χρειάζεται οι επενδύσεις αυτές πρέπει να δράσουμε αποτελεσματικά σε όλα τα πεδία και ιδιαίτερα στην άρση γραφειοκρατικών εμποδίων, στην απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας κλπ. Βήματα έχουν γίνει αλλά δεν αρκούν.

Νέοι «διάδρομοι» μεταφοράς αερίου διαμορφώνουν ήδη το πλαίσιο για να αναδειχθεί η χώρα μας σε περιφερειακό κέντρο διαμετακόμισης. Μεγάλα διεθνή έργα από τον Ελληνο-Βουλγαρικό αγωγό (IGB) ως τον πλωτό σταθμό υγροποιημένου αερίου (FSRU) της Αλεξανδρούπολης, αλλά και τον πολύ επίκαιρο, γεωπολιτικά, αγωγό EastMed, δρομολογούνται. Σε συνδυασμό με τις ενεργειακές αποκρατικοποιήσεις διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο, με ιδιαίτερες αναπτυξιακές προοπτικές.

Επίλογος

Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα οφείλουμε να διασφαλίσουμε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσα από ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, για το οποίο θα πρέπει να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια και σε αυτήν πρέπει να συμμετέχουν Δημόσιος και Ιδιωτικός Τομέας.

Γι’ αυτό το σκοπό, καθοριστικής σημασίας, είναι η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.

Συγκεκριμενοποιώντας το πως μπορούμε να αυξήσουμε το ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, ενδεικτικά αναφέρω:

  • την μείωση του πλεονάσματος με στόχο τις δημόσιες επενδύσεις
  • τη διασφάλιση και θεσμοθέτηση της σταδιακής μείωσης της φορολογίας
  • τη διευκόλυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ
  • την αναβάθμιση των τουριστικών προϊόντων και την ενίσχυση προϊόντων ελληνικής παραγωγής με Συμβολαιακή Τραπεζική
  • Και οι τέσσερις αυτές προτάσεις οδηγούν, κατά την άποψή μου, γρήγορα σε ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους εκείνων που υλοποιούνται ή προβλέπονται για τα επόμενα χρόνια, γιατί:

Ενισχύουν τις επενδύσεις σε υποδομές, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Οδηγούν σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, με ότι αυτό σημαίνει
Επιταχύνεται ο εκσυγχρονισμός και η περιβαλλοντική αναβάθμιση της χώρας
Βελτιώνεται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, συμβάλλοντας στον επανακαθορισμό του μοντέλου ανάπτυξης και της παρουσίας της χώρας στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.