Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ξεκινήσει ένα σοβαρό διάλογο για τον αυξανόμενο ρόλο και την επιρροή της Κίνας σε όλο τον κόσμο, και φυσικά στο δικό τους ευρωπαϊκό χώρο. Αυτό αναφέρει το ολλανδικό ινστιτούτο Clingendael, που ασχολείται με τις διεθνείς σχέσεις. Τα σημεία που αποτελούν μέρος των συζητήσεων είναι η διείσδυση στις τηλεπικοινωνίες και στα δίκτυα 5ης γεννιάς, ο εμπορικός δρόμος του μεταξιού, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων, η βιομηχανική πολιτική και η πολιτική ανταγωνισμού. Η ολλανδική κυβέρνηση δημοσίευσε πρόσφατα τη στρατηγική της απέναντι στην Κίνα, η οποία συνοψίζεται στο «Ναι στη συνεργασία, προστατεύοντας τα εθνικά συμφέροντα και τις αξίες μας». Τη σχετική μελέτη του ινστιτούτου δημοσίευσε και η εφημερίδα De Morgen, επισημαίνοντας ότι η Κίνα ενίσχυσε το ενδιαφέρον της για τους ευρωπαϊκούς λιμένες, συμπεριλαμβανομένου του Ζεερμπρίγκε και της Αμβέρσας και ότι η αύξηση των κινεζικών επενδύσεων σε λιμάνια των εμπορευματοκιβωτίων απειλούν να κάνουν τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πολιτικά ευάλλωτα απέναντι στο Πεκίνο. Η εφημερίδα κάνει αναφορά και στην Ελλάδα, αναφέροντας «το ελληνικό παράδειγμα είναι επίσης ιδιαίτερα αποκαλυπτικό», σχολιάζοντας ότι μετά τη διείσδυση της Κίνας στην Ελλάδα, η ελληνική έλαβε αποφάσεις υπέρ κινεζικών συμφερόντων.
«Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008 στην Ελλάδα, η κινεζική COSCO Shipping εξαγόρασε τον τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων στον Πειραιά (ΟΛΠ) και από τότε η οικονομική επιρροή του Πεκίνο αντικατοπτρίζεται στις θέσεις που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο», σημειώνεται. Επίσης αναφέρεται πως «το 2016, η Αθήνα αντιτάχθηκε σε μια δήλωση της ΕΕ, που επικρίνει τη στάση της Κίνας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και άσκησε βέτο σε ένα ευρωπαϊκό ψήφισμα για την καταδίκη της στάσης των ασιατικών γιγάντων στα ανθρώπινα δικαιώματα στα Ηνωμένα Έθνη. Την ίδια χρονιά, η Ελλάδα εναντιώθηκε σε ένα μηχανισμό της ΕΕ που αποσκοπούσε στην ενίσχυση των ελέγχων στους επενδυτές εκτός της Ένωσης».