Τριπλάσιο παραμένει το κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις

Αν και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων υποχωρούν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, δεν συμβαινει το ίδιο με το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Οι επιχειρήσεις της ευρωζώνης δανείζονται με μέσο σταθμισμένο επιτόκιο 1,54% όταν στην Ελλάδα το αντίστοιχο κόστος είναι 4,82%. Το ποσοστό αυτό είναι τριπλάσιο σε σχέση με αυτό της ευρωζώνης. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιοποίησαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Ελλάδος για το μήνα Σεπτέμβριο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το κόστος δανεισμού στην Ελλάδα μειώνεται αλλά με πολύ αργά βήματα. Το μέσο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων ήταν 4,91% τον περασμένο Ιούλιο για να υποχωρήσει στο 4,87% τον Αύγουστο και 4,82% τον Σεπτέμβριο, δηλαδή τους δύο τελευταίους μήνες το κόστος δανεισμού υποχώρησε μόλις εννέα (9) μονάδες βάσης (0,09%).
Έτσι, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι αναγκασμένες να αντιμετωπίζουν δύο εμπόδια: εκτός από την περιορισμένη ρευστότητα των τραπεζών – λόγω χαμηλής σχέσης καταθέσεων προς δάνεια (οι καταθέσεις αποτελούν το 87% των δανείων στην Ελλάδα) – και το υψηλό κόστος δανεισμού, κάμπτοντας την αδήρητη ανάγκη των επιχειρήσεων γα διενέργεια σημαντικών επενδύσεων (λόγω του επενδυτικού ελλείμματος των τελευταίων ετών).
Μεγάλη είναι η διαφορά και στα δάνεια των ελεύθερων επαγγελματιών. Στην ευρωζώνη οι επαγγελματίες δανείζονται με 2,27% ενώ στην Ελλάδα με 6,79%. Μάλιστα το επιτόκιο παραμένει στην Ελλάδα σχεδόν αμετάβλητο τους τελευταίους μήνες (6,80% τον Ιούλιο, 6,78% τον Αύγουστο), καθώς οι συνθήκες στην οικονομία παραμένουν απαιτητικές παρά τη βελτίωση.

Διπλάσιο το κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά

Σε ότι αφορά τα νοικοκυριά που δανείζονται για την αγορά σπιτιού, το μέσο κόστος του στεγαστικού δανείου είναι 1,48% στην ευρωζώνη αλλά γίνεται υπερδιπλάσιο 3,08% στην Ελλάδα.
Σχεδόν διπλάσιο είναι και το κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά που δανείζονται για να καταναλώνουν αγαθά. Στην ευρωζώνη το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο καταναλωτικών δανείων είναι 5,62% ενώ στην Ελλάδα φθάνει σε διψήφιο ποσοστό ήτοι 10,24%.