Εκατοντάδες είναι τα σχόλια που βρίσκονται κάτω από τα άρθρα του αναρτημένου φορολογικού νομοσχεδίου στη διαβούλευση. Δύο ημέρες πριν την ολοκλήρωση της διαβούλευσης (15 Νοεμβρίου 2019), ο κόσμος έχει υποβάλει περί τα 500 σχόλια, ζητώντας από την κυβέρνηση να καταργήσει πολλά και κυρίως την άστοχη διάταξη της διενέργειας υποχρεωτικών δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα, που αναλογούν στο 30% του εισοδήματός του.
Γενικότερα, η κυβέρνηση με το νέο φορολογικο προσπαθεί να κάνει μια προσπάθεια για αποκατάσταση κάποιων αδικιών, όμως είναι τόσο πολλές οι στρεβλώσεις που έχουν συσσωρευτεί όλα τα χρόνια της μεγάλης φορολογικής αφαίμαξης, που οι φορολογούμενοι βρήκαν ευκαιρία αφενός να εκφράσουν τις αντιδράσεις τους αφετέρου να διατυπώσουν προτάσεις. Το εάν η κυβέρνηση θα υιοθετήσει κάποιες από τις προτάσεις θα φανεί όταν το νομοσχέδιο κατατεθεί και βεβαίως όταν ψηφιστεί από τη Βουλή. Σε κάθε περίπτωση η απόσταση που χρειάζεται η πολιτεία να διανύσει για να αποκαταστήσει τα φορολογικά βάρη και κυρίως να απλοποιήσει το φορολογικό σύστημα είναι μεγάλη αφού η ανάγκη πλεονασμάτων 3,5% στον κρατικό προϋπολογισμό παραμένει ενεργή και περιορίζει τις όποιες κινήσεις ελευθερίας.
Γι ΄αυτό και δεκάδες σχολιαστές επισημαίνουν ότι δεν πρόκειται για ουσιαστική φορολογική μεταρρύθμιση αλλά για μπαλώματα, που μειώνουν τα βάρη για ορισμένες κατηγορίες φορολογουμένων (χαμηλότερα εισοδήματα, εταιρικά κέρδη, μετόχους επιχειρήσεων), όμως δεν έχουν το ίδιο αποτέλεσμα για τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης. Το χειρότερο όλων είναι ότι με τις διατάξεις αυτές η πολιτεία:
Α) διατηρεί την έννοια του τεκμαρτού εισοδήματος, δηλαδή ενός φανταστικού εισοδήματος, που μαρτυρά την ανικανότητα του κράτους να συλλέξει με αντικειμενικό τρόπο τους φόρους και
Β) υποχρεώνει τους πολίτες εκβιάζοντάς τους με τιμωρία να ξοδέψουν συγκεκριμένο τμήμα εισοδήματός τους με συγκεκριμένο τρόπο. Αυτή τη διάταξη έχει ξεσηκώσει θύελλα στις τάξεις των φορολογουμένων κι έχει συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των σχολίων που έχουν αναρτηθεί στη διαβούλευση έως αργά εχθές το βράδυ (η διάταξη έχει συγκεντρώσει 195 σχόλια σε σύνολο 425).
Παρατίθενται διατάξεις του νομοσχεδίου, που έχουν και τα περισσότερα σχόλια:
Σχετικά με την υποχρέωση διενέργειας δαπανών σε ποσοστό 30% του εισοδήματος μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών διαφορετικά θα πληρώνουν επιπλέον 22% φόρο
– Οι δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δεν συμπεριλαμβάνουν βασικές δαπάνες όπως ενοίκια, αποπληρωμή δανείων, έξοδα διατροφής, δαπάνες για καύσιμα, φόρους κλπ. Συνεπώς το ποσοστό 30% επί του εισοδήματος που το κράτος ζητάει από τους πολίτες να δαπανούν μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών είναι κάτι ανέφικτο.
– Απλοποιημένο παράδειγμα που έχει αναρτηθεί στη διαβούλευση: Στην περίπτωση ενός μισθωτού ο οποίος δηλώνει στη φορολογική του δήλωση 28.500 ευρώ, στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται και ο φόρος, που παρακρατήθηκε ο οποίος είναι περίπου 5.000 ευρώ. Άρα το πραγματικό ποσό που έχει να ξοδέψει ο μισθωτός είναι 23.500 ευρώ και όχι 28.500 ευρώ. Οι ηλεκτρονικές δαπάνες στην περίπτωση μη αφαίρεσης του φόρου είναι 28.500Χ30%=8.550 ευρώ, κάτι που είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Αν σε μία οικογένεια είναι και η σύζυγος μισθωτός με αντίστοιχες αμοιβές το συνολικό ποσό των 8.550Χ2= 17.100 ευρώ με ηλεκτρονικές συναλλαγές ανά έτος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καλυφθεί. Σύμφωνα με ιστορικά δεδομένα των προηγούμενων ετών οι συγκεκριμένοι μισθωτοί πραγματοποιούν περίπου 9.000 ευρώ οικογενειακές ηλεκτρονικές συναλλαγές. Άρα θα κληθούν να πληρώσουν επιπλέον φόρο: 8.100Χ22%=1.782 ευρώ. Απαράδεκτο, θα πρέπει οπωσδήποτε να αφαιρείται ο παρακρατηθείς φόρος μισθωτών υπηρεσιών (όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες εξαιρέθηκαν για λόγους απλοποίησης του παραδείγματος).
– Φορολογούμενος αναφέρει: Δεν είναι δίκαιο η παροχή σε είδος να προστίθεται στο εισόδημα του εργαζομένου και να υπολογίζεται επί αυτού το 30% της υποχρεωτικής διενέργειας δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα. Πρέπει να αφαιρείται από την εν λόγω υποχρέωση μαζί με κάθε άλλη πιθανή άλλη παροχή.
– Ένας άλλος φορολογούμενος αναφέρει το εξής: Δε θα φτάσω στο σημείο να συζητήσω το αν το 30% είναι υψηλό ποσοστό, ούτε για το αν θα έπρεπε να περιλαμβάνονται οι δαπάνες για ενοίκια, διατροφές, δάνεια κλπ. Δεν θα συζητήσω ακόμη για το ποιό θα έπρεπε να είναι το εισόδημα επί του οποίου θα υπολογίζεται το ποσοστό (προ φόρων, ασφαλιστικών εισφορών, ΕΝΦΙΑ κλπ ή μετά;).
Θα σταματήσω πιο πριν από αυτά. Και μόνο το γεγονός ότι έρχεται κάποιος και με τιμωρεί επειδή δεν ξοδεύω το ποσό που θέλει και με τον τρόπο που θέλει από το νόμιμα κερδισμένο και ήδη φορολογημένο εισόδημά μου, συνιστά περιορισμό της ελευθερίας μου. Από εδώ θα έπρεπε να ξεκινήσει και εδώ θα έπρεπε να τελειώσει αυτή η κουβέντα με απόσυρση της συγκεκριμένης διάταξης για οποιοδήποτε ποσοστό. Και γι’ αυτό που ίσχυε μέχρι τώρα.
Αν θέλετε να καταπολεμήσετε τη φοροδιαφυγή, υπάρχουν άλλοι τρόποι. Αν δεν τους ξέρετε δείτε τις χώρες που το έχουν καταφέρει.
– Ναυτικός στο επάγγελματα σημειώνει: Εργάζομαι στην ποντοπόρο ναυτιλία, που σημαίνει ότι από τους 12 μήνες, ταξιδεύω τουλάχιστον τους 8. Στο διάστημα των 8 μηνών δεν κάνω καμία συναλλαγή καθ’ ότι δεν είμαι στην Ελλάδα. Τους 4 μήνες που εγώ θα είμαι στην Ελλάδα, θα πρέπει να ξοδέψω το 30% του εισοδήματος μου. Χοντρικά δηλαδή, μιλάμε για εισόδημα 60.000€ απο τα οποία εγώ σε 4 μήνες θα πρέπει να ξοδέψω τα 18.000€ ή πιο απλά, να ξοδεύω 4.500€ τον μήνα με πλαστικό χρήμα. Το ίδιο ισχύει ακόμα κι αν το ποσοστό είναι 20% ή 15%. Οπότε καλό θα ήταν για τους ναυτικούς να υπάρξει ξεχωριστή διάταξη, καθώς είναι δύσκολο να επιτευχθεί αυτό που ζητάτε.
– Φορολογούμενος σχολιάζει: Η διάταξη αν δεν αλλάξει από τιμωριτική (ποινή για την μη συγκέντρωση του ποσού με ηλεκτρονικές συναλλαγές) σε επιβράβευση (μεγαλύτερη έκπτωση φόρου) θα καταπέσει στα δικαστήρια ως αντισυνταγματική (δεύτερη φορά φορολόγηση ήδη φορολογημένου εισοδήματος, και αντίθετη στην οικονομική ελευθερία και αποταμίευση-αφού το κράτος δεν μπορεί να με υποχρεώσει να ξοδεύω για να μη με ξαναφορολογήσει). Η κατεύθυνση (αύξηση χρήσης ηλεκτρονικών συναλλαγών) είναι σωστή αλλά γίνεται με λάθος. Επίσης γιατί μειώνεται μέχρι τα 300 ευρώ μόνο η υποχρεωτικότητα χρήσης ηλεκτρονικών συναλλαγών. Αν ο στόχος είναι να αυξήσουμε τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και να αποκαλύψουμε αφορολόγητα εισοδήματα, να μειωθεί στα 100 η στα 50 ευρώ το οριο συναλλαγής που κάνει υποχρεωτική τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων
– Φορολογούμενος σχολιάζει: Η φαντασία των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης αντί να κατευθύνεται σε τρόπους για να προοδεύσει η χώρα, εξαντλείται πάντα στην «βάπτιση» των νέων φόρων με διαφορετικά ονόματα ώστε να μην ενοχλούν τον κόσμο. Το σχέδιο αυτό είναι κατά την γνώμη μου απαράδεκτο και στην ουσία νέα επιπλέον φορολογία. Αν η κυβέρνηση θέλει όντως να κυνηγήσει τη φοροδιαφυγή, ας εξετάσει 3-4 χώρες που εφαρμόζουν με περισσότερη επιτυχία αντίστοιχους νόμους, ας διαλέξει κάποια και ας μεταφέρει αυτό το πλαίσιο στη χώρα μας, βελτιώνοντας το. Δύο παραδείγματα αύξησης φόρου:
1. Εξαιρώντας από το 30% τις μεγαλύτερες δαπάνες (στεγαστικά δάνεια, φόρο εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ κλπ) θα πληρώσει περισσότερο φόρο μεγάλο ποσοστό πολιτών. π.χ. κάποιος με χαμηλό εισόδημα και δάνεια στην τράπεζα είναι αδύνατον να καλύψει 30% με κάρτες.
2. Ο νόμος τιμωρεί την αποταμίευση το οποίο είναι καταστροφικό. Π.χ. τέκνο μισθωτός, μένει με τους γονείς του και από τη μισθοδοσία του δεν χρειάζεται και ούτε θέλει να ξοδέψει 30% των απολαβών του (σημειωτέον οι οποίες βρίσκονται στον τραπεζικό του λογαριασμό άρα ορατές για τον κρατικό μηχανισμό). Γιατί τον/την «τιμωρείτε», δεν χρειάζονται οι τράπεζες καταθέσεις;
Σχετικά με την φορολόγηση των μισθωτών
Φορολογούμενος σχολιάζει: Εδώ διαπράττεται μια οφθαλμοφανής και κατάφωρη αδικία σε βάρος των μεσαίων εισοδημάτων από μισθωτή εργασία. Ας πάρουμε για παράδειγμα δυο περιπτώσεις εισοδημάτων από μισθωτή εργασία, χωρίς εξαρτώμενα τέκνα, μια για ετήσιο εισόδημα 10.000€ και μια για ετήσιο εισόδημα 25.000€.
Στο εισόδημα των 10.000€ αντιστοιχεί σήμερα ετήσιος φόρος 300€ και με το προτεινόμενο νομοσχέδιο αντιστοιχεί φόρος 123€. Υπάρχει δηλαδή μια ετήσια μείωση φόρου εισοδήματος 177€.
Στο εισόδημα των 25.000€ αντιστοιχεί τώρα ετήσιος φόρος μαζί με την εισφορά αλληλεγγύης 4410€ ενώ με το προτεινόμενο νομοσχέδιο αντιστοιχεί ετήσιος φόρος μαζί πάλι με την εισφορά αλληλεγγύης 4393€. Υπάρχει εδώ μια ετήσια μείωση φορολογίας εισοδήματος 17€.
Έτσι, ενώ τώρα ο φόρος που αντιστοιχεί στο εισόδημα των 25.000€ είναι μεγαλύτερος από το φόρο του εισοδήματος των 10.000€ κατά 4410/300 = 14,7 φορές, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο ο φόρος που αντιστοιχεί στο εισόδημα των 25.000€ είναι κατά 4393/123 = 35,71! φορές μεγαλύτερος αυτού των 10.000€.
Εδώ δεν υπάρχει διεύρυνση της φορολογικής βάσης αλλά για περιορισμό της. Πρέπει, σαφώς, να ισχύσει το αντίθετο , δηλαδή η μείωση φόρου των 177€ να πιστωθεί στα 25.000€ και η μείωση φόρου 17€ στα 10.000€, σε σύμπλευση με την κοινή λογική και τους κανόνες δικαίου, πολύ δε περισσότερο με τις πάμπολλες αποφάσεις του ΣτΕ περί των αρχών ισότητας και αναλογικότητας, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, αλλά και με το πλέγμα των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν με τους δανειστές μας, ώστε να μην περιέλθουμε, εκ νέου, σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Σχόλια για το εισόδημα από ενοίκια:
-Το εισόδημα από ενοίκια θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στο αφορολόγητο όριο.
– Άλλος φορολογούμενος θεωρεί αδικία να έχει εισόδημα μόνο από ενοίκιο και ταυτόχρονα να είναι ο ίδιος μισθωτής. Σε αυτή την περίπτωση το εισόδημα φορολογείται με τον ελάχιστο συντελεστή που ισχύει για τα ενοίκια 15% ενώ το ποσό που πληρώνει ο ίδιος ως ενοίκιο δεν αφαιρείται από το φορολογητέο του εισόδημα με αποτέλεσμα ο φόρος να είναι ιδιαίτερα μεγάλος ως ποσοστό του εναπομείνοντος ποσού.
Σχόλια για τη γονική παροχή:
Υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση στη γονική παροχή ακινήτων και στη γονική παροχή μετρητών. Έστω ένας γονέας προβεί σε γονική παροχή σε τέκνο του πέντε ακινήτων, πχ διαμερισμάτων αξίας 950.000 ευρώ, ο φόρος που θα πληρωθεί είναι 20.000,00€, σύμφωνα με τους συντελεστές του άρθρου 29. Αντίθετα, αν ο γονέας κάνει γονική παροχή χρηματικού ποσού 200.000 ευρώ για αγορά πρώτης κατοικίας στο παιδί του θα πληρώσει φόρο επίσης 20.000 ευρώ.
Σχετικά με τις παροχές σε είδος φορολογούμενοι σημειώνουν:
– Η φορολόγηση της παροχής εταιρικών αυτοκινήτων θα έπρεπε να γίνεται κλιμακωτά για να είναι δίκαιη. Με την ισχύουσα φορολόγηση αρκεί έστω και η υπέρβαση κατά 1 ευρώ σε οποιαδήποτε κλίμακα για να φορολογηθεί κάποιος στο σύνολο του ποσού με τον επόμενο συντελεστή. Ένα χαρακτηριστικό (υπαρκτό) παράδειγμα με διαφορά 1 ευρώ στην αξία έχει το εξής αποτέλεσμα:
Για Λιανική Τιμή Προ Φόρων (ΛΤΠΦ) παραχωρούμενου οχήματος 17.000€ το θεωρούμενο επιπλέον εισόδημα είναι 7%, δηλαδή 1.190€.
Για ΛΤΠΦ παραχωρούμενου οχήματος 17.001€, τότε το θεωρούμενο επιπλέον εισόδημα είναι 14%, ήτοι 2.380€.
Είναι σαφές ότι για διαφορά ΛΤΠΦ ίση με 1€ η διαφορά στο θεωρούμενο επιπλέον εισόδημα είναι 1.190€.
– Για το ίδιο θέμα φορολογούμενος σχολιάζει ότι στρεβλώνει τον ανταγωνισμό αφού οδηγεί τις εταιρείες να προσδιορίζουν ανάλογα τις τιμές προ φόρων.
– Φορολογούμενος σχολιάζει σχετικά με την μείωση της αξίας του αυτοκινήτου (που προστίθεται στο εισόδημα) ότι η μείωσή της συνδέεται με την παλαιότητα του αυτοκινήτου αν και σε άλλες διατάξεις και εξαγγελίες άλλων υπουργείων, φαίνεται η τάση για περισσότερα καθαρά αυτοκίνητα. Κατά συνέπεια για τον μισθωτό που φορολογείται κίνητρο παραμένει η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη παλαιότητα του αυτοκινήτου και όχι οι μικρότεροι ρύποι.
– Φορολογούμενος σχολιάζει: Δεν είναι δίκαιο η παροχή σε είδος που προστίθεται στο εισόδημα του εργαζομένου να εμπίπτει στην υποχρέωση του 30% κατανάλωσης με ηλεκτρονικές αποδείξεις, καθότι δεν είναι ποσό που παίρνει άμεσα ο εργαζόμενος. Πρέπει να αφαιρείται από την εν λόγω υποχρέωση μαζί με κάθε άλλη πιθανή άυλη παροχή
– Σχετικά με τα δάνεια ως παροχές σε είδος, που χορηγούνται σε εργαζόμενους, φορολογούμενος σχολιάζει: αυτά θα πρέπει να καταλογίζονται στους Εταίρους και Μετόχους της Εταιρίας καθώς και σε συγγενικά πρόσωπα αυτών , και όχι στους εργαζόμενους οι οποίοι επιβαρύνονται με σημαντικούς φόρους που προκύπτουν από τη διαφορά των τόκων που προέκυψαν σύμφωνα με το επιτόκιο που ανακοινώνει η Τράπεζα της Ελλάδος. Με την επιβάρυνση των εργαζόμενων με φόρο εισοδήματος δεν υφίσταται ο κοινωνικός χαρακτήρας της παροχής-διευκόλυνσης σε έκτακτες περιπτώσεις από την Εταιρία στους εργαζόμενους.
– Σχετικά με την παροχή σε είδος δανείου ως προς τους μετόχους, φορολογούμενος σχολιάζει: τροποποιείται η ρύθμιση που απαιτούσε σύμβαση με συγκεκριμένη χρονολογία από τη διατύπωση «είτε περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συμφωνίας είτε όχι». Στις μεταβατικές όμως δεν θεραπεύεται η μέχρι τώρα αδικία ενώ δεν υπάρχει πρόνοια για τα έτη 2014-2019. Δηλαδή οι μέτοχοι κλπ αυτοί που θα πάρουν σε δοσοληπτικούς λογαριασμούς χρήματα από την εταιρεία -που γνωρίζετε ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι απλή διαχείριση του ταμείου της – από την 01/01/20 δεν θα έχουν ανάγκη διατύπωσης σύμβασης δανείου με βέβαιη χρονολογία ενώ όσοι έχουν κάνει το ίδιο από 01/01/2014-31/12/2019 και δεν έχουν σύμβαση δανείου με βέβαιη χρονολογία τρελαίνονται στους φόρους και τα πρόστιμα. Στους ελέγχους των φορολογικών ετών 2014 και μετά λογιστές ,ελεγκτές και ελεγχόμενοι «τραβάνε τα μαλλιά τους». Αυτήν άνιση αντιμετώπιση και συνεπώς αδικία πρέπει να την θεραπεύσετε.
Η φορολόγηση του συνόλου του αρχικού κεφαλαίου σε περίπτωση που δεν υφίσταται έγγραφη συμφωνία δανείου ως παροχή σε είδος (ως ισχύει με τις τωρινές διατάξεις) μπορεί να οδηγεί σε υπέρμετρη φορολόγηση αλλά η νέα διατύπωση «φορολόγηση ως παροχή σε είδος του ποσού που αποτιμάται με βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος ή συγγενικά πρόσωπα αυτών κατά την έννοια των διατάξεων της περ. στ ́ του άρθρου 2 από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς, του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος ή μέτοχος ή συγγενικά πρόσωπα αυτών κατά την έννοια των διατάξεων της περ. στ ́ του άρθρου 2 από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα», οδηγεί ουσιαστικά σε μηδενική φορολόγηση.
Η ουσία είναι να φορολογηθούν τα ποσά που δίνονται ως δάνειο («θεωρητικά» δίνονται καθόσον εάν δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία με βέβαιη χρονολογία δεν αποδεικνύεται η συμφωνία δανείου) στην πραγματική τους υπόσταση. Η πραγματική υπόσταση δεν είναι ούτε η φορολόγηση του συνόλου του αρχικού κεφαλαίου ως παροχή σε είδος, ούτε η φορολόγηση μόνο του ποσού της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων ως αναλύεται ανωτέρω, ούτε η επιβολή τέλους χαρτοσήμου (1%) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 5 περ. γ΄ του Κ.Ν.Χ.Τ. ως ταμειακή διευκόλυνση, αλλά η φορολόγησή τους ως μέρισμα, ήτοι να εξομοιώνονται με ποσά που δίνονται ως μέρισμα (φορολόγηση με τις τωρινές διατάξεις 10% – με τις προτεινόμενες διατάξεις 5%) καθόσον ως επί το πλείστον οι εταίροι ή μέτοχοι είναι αυτοί που λαμβάνουν ποσά από την εταιρεία και δεν τα επιστρέφουν σε εύλογο – εντός τριμήνου – χρονικό διάστημα, ούτε εντός του ίδιου φορολογικού έτους.
Σχετικά με τα δικαιώματα προαίρεσης σε εργαζομένους φορολογούμενος σχολιάζει: είναι παράλογο να θεωρούνται ακόμη εισόδημα και να φορολογούνται κατά την εξάσκηση και όχι επένδυση που θα φορολογηθεί όταν αποδώσει με βάση τα κέρδη της.
Αυτά είναι μόνο μέρος των σχολίων που συμπολίτες μας ανάρτησαν στη διαβούλευση του φορολογικού νομοσχεδίου. Μέχρι την ολοκλήρωσή της στις 8.00 το πρωί της ερχόμενης Παρασκευής 15 Νοεμβρίου 2019, θα προστεθούν κι άλλα.
Χρήστος Ιωάννου
cioannou@ceo.gr