Εκδίδεται στη Γαλλία ο Mr. Bitcoin

Απορρίφθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας η αίτηση του Αλεξάντερ Βίνικ, Ρώσου υπηκόου, γνωστού ως Mr. Bitcoin, την έκδοση του οποίου έχουν ζητήσει και η Γαλλία και οι ΗΠΑ, καθώς και η Ρωσία, χώρα της καταγωγής του.

Ο Βίνικ που κρατείται στη χώρα μας για τις ανάγκες της έκδοσης του, είχε προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η υπόθεση του δικάστηκε στις αρχές του μήνα από την Ολομέλεια του ΣτΕ, κατά της απόφασης του υπουργού Δικαιοσύνης, σύμφωνα με την οποία πρώτα θα εκδοθεί στη Γαλλία, μετά στις ΗΠΑ και τέλος στη Ρωσία, ενώ ο ίδιος επιθυμεί το ακριβώς αντίθετο.

Το ανώτατο δικαστήριο, με πρόεδρο τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο του ΣτΕ, Αθανάσιο Ράντο, που αναπληρώνει στα καθήκοντα του Προέδρου του ΣτΕ ήδη την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου εξέδωσε την απόφαση του, φέρει αριθμό 110 του 2020, με την οποία απορρίπτει του αίτημα Βίνικ για λόγους τυπικούς, αλλά και ουσιαστικούς.

Οι ανώτατοι δικαστικοί έκριναν πρώτα, πως η αίτηση του στο ΣτΕ δεν ήταν σύννομη, καθώς η απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης δεν «συνιστά κυβερνητική πράξη, ούτε συνιστά πράξη αναγόμενη στην απονομή δικαιοσύνης», καθώς πρόκειται για απόφαση που σχετίζεται με τον προσδιορισμό της σειράς των χωρών που ζητούν ταυτόχρονα την έκδοση ενός πολίτη.

Πέραν όμως αυτών, το ανώτατο δικαστήριο επικαλούμενο την εσωτερική έννομη τάξη και τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τις εκδόσεις των πολιτών και τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έκρινε ότι η απόφαση του υπουργού δεν τα παραβιάζει, και ως εκ τούτου απέρριψε και για ουσιαστικούς λόγους την αίτηση Βίνικ, ανοίγοντας τον δρόμο για την έκδοση του αρχικά  στη Γαλλία και μετά στις ΗΠΑ, ενώ η Ρωσία, χώρα καταγωγής του, έχει καταταγεί τελευταία.

Αναλυτικά το σκεπτικό της απόφασης της Ολομελείας του ΣτΕ, στην οποία εισηγητής υπήρξε ο Δ. Κυριλλόπουλος.

«Με την 110/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως κατά αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάχθηκε η έκδοση και παράδοση Ρώσου υπηκόου στις δικαστικές αρχές της Γαλλίας, εν συνεχεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και, τέλος, της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Το Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, έκρινε αφενός ότι η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου δεν συνιστά πράξη αναγόμενη στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ούτε κυβερνητική πράξη, αφετέρου ότι η απόφαση του ίδιου Υπουργού, με την οποία καθορίζεται η σειρά προτεραιότητας μεταξύ των κρατών στα οποία θα παραδοθεί ο εκζητούμενος, σε περίπτωση συρροής αιτήσεων εκδόσεως, δεν έχει το χαρακτήρα κυβερνητικής πράξεως. Περαιτέρω, έκρινε ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαθέτει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια, κατόπιν αμετάκλητης θετικής γνωμοδοτήσεως των δικαστικών οργάνων, να διατάξει ή όχι την έκδοση του εκζητουμένου.

Επιπλέον, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι απαραδέκτως προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι σε ζητήματα η κρίση των οποίων έχει ανατεθεί κατά νόμον σε αρμόδια δικαστικά όργανα, ενώπιον των οποίων ο εκζητούμενος έχει, άλλωστε, το δικαίωμα να παραστεί και να προβάλει κάθε ισχυρισμό. Κατόπιν τούτου, απερρίφθη ως απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας σχετικά με το ζήτημα του κινδύνου που διατρέχει ο αιτών σε περίπτωση εκδόσεώς του στις ΗΠΑ, με δεδομένη τη συνταγματική απαγόρευση εκδόσεως προσώπου για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 2 Συντ.).

Τούτο δε ανεξαρτήτως του αβασίμου του ανωτέρω λόγου, καθόσον ως δράση υπέρ της ελευθερίας, για την οποία απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού, νοείται η δραστηριότητα του διωκομένου για την πραγμάτωση της αρχής της αυτοδιαθέσεως των λαών, όπως την αποδέχεται ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (ΑΠ 1741/1984, 820/1989) ή η δραστηριότητα που συνδέεται με την κατάλυση πολιτικής εξουσίας που δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση και, πάντως, ως δράση υπέρ της ελευθερίας δεν νοείται η οιασδήποτε μορφής επιχειρηματική δραστηριότητα προς επίτευξη οικονομικών σκοπών.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που έχει συνάψει η Ελλάδα με τις ΗΠΑ και τη Ρωσική Ομοσπονδία, της 2002/584/ΔΕΥ Απόφασης-Πλαίσιο, του ν. 3251/2004 και του άρθρου 439 του ΚΠΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση συρροής αιτήσεων εκδόσεως υποβαλλομένων από τρίτη χώρα (εκτός ΕΕ) και συρροής των αιτήσεων αυτών με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για πρόσωπο διωκόμενο στα εκζητούντα κράτη για διαφορετικά εγκλήματα, μετά την έκδοση αμετακλήτων υπέρ της εκδόσεως  του εν λόγω προσώπου γνωμοδοτήσεων των αρμόδιων δικαστικών οργάνων, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον αποφασίσει τελικώς την έκδοση του εκζητουμένου, καθορίζει κατ’ ευρύτατη διακριτική ευχέρεια, τη σειρά προτεραιότητος μεταξύ των Κρατών στα οποία θα εκδοθεί αυτός.

Η αρμοδιότητα αυτή του Υπουργού Δικαιοσύνης ασκείται μετά τη συνεκτίμηση των προβλεπομένων στα προαναφερθέντα νομοθετήματα κριτηρίων, καθώς και των περιστάσεων της υποθέσεως.

Περαιτέρω, κρίθηκε ότι τα κριτήρια αυτά δεν είναι ούτε αποκλειστικά, ούτε κατατάσσονται ιεραρχικώς, έκαστο δε εξ αυτών, αναλόγως των περιστάσεων και των παραμέτρων της συγκεκριμένης υποθέσεως, δύναται να αποβεί αποφασιστικό για τον καθορισμό της προτεραιότητας.

Εν τούτοις η διατύπωση ρητής δεσμεύσεως ενός εκ των εκζητούντων Κρατών ότι, σε περίπτωση εκδόσεως σε αυτό του εκζητουμένου υπηκόου του, δεν θα τον εκδώσει μεταγενεστέρως στα λοιπά εκζητούντα αυτόν Κράτη, όπου διώκεται για τη διάπραξη ετέρων εγκλημάτων, έρχεται σε αντίθεση με τη φύση του θεσμού της εκδόσεως, που είναι η διεθνής δικαστική συνδρομή στις ποινικές υποθέσεις, προκειμένου να προωθηθεί η δίκαιη και βέλτιστη ποινική καταστολή.

Συνεπώς, το ανωτέρω κριτήριο, ήτοι η ανάληψη ή μη υποχρεώσεως εκ μέρους ενός από τα εκζητούντα Κράτη να επανεκδώσει τον εκζητούμενο για τα υπόλοιπα εγκλήματα, είναι ικανό να ασκήσει, αυτό και μόνο, αποφασιστική επιρροή στην εν λόγω αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Επιπλέον, κρίθηκε ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως ότι έπρεπε να προτιμηθεί ένα μόνον από τα υποβληθέντα αιτήματα εκδόσεως, διότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης εξ ουδεμίας διατάξεως εκωλύετο να διατάξει την έκδοση του αιτούντος στις δικαστικές αρχές και των τριών εκζητούντων Κρατών, καθορίζοντας τη σειρά προτεραιότητας μεταξύ αυτών.

Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η κατά προτεραιότητα ικανοποίηση των αιτήσεων εκδόσεως της Ρωσικής Ομοσπονδίας θα ματαίωνε την επανέκδοση του εκζητουμένου στις δικαστικές αρχές της Γαλλίας και των ΗΠΑ, καθόσον, όπως ανεφέρετο στις εν λόγω αιτήσεις, ο αιτών, ως Ρώσος υπήκοος, δεν θα εξεδίδετο μεταγενεστέρως σε κάποιο άλλο Κράτος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 2 του Συντάγματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Τούτο όμως θα προσέκρουε στον σκοπό στον οποίο αποβλέπει ο θεσμός της εκδόσεως, που συνίσταται στη διεθνή συνεργασία στο πεδίο του ποινικού δικαίου, προκειμένου να επιτευχθεί η βέλτιστη καταστολή του εγκλήματος.

Με τα δεδομένα αυτά, και λαμβανομένου υπόψη ότι ο έλεγχος που ασκεί το Δικαστήριο στο ζήτημα καθορισμού των χωρών στις οποίες κατά προτεραιότητα θα εκδοθεί ο εκζητούμενος είναι περιορισμένος, κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη, ως προς το κεφάλαιο του ορισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως της τελευταίας χώρας στην οποία θα εκδοθεί ο αιτών, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και ότι κατά την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητάς του ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα.

Περαιτέρω, μετά τη συνεκτίμηση των προβλεπόμενων κριτηρίων, κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και ως προς την κατά προτεραιότητα έκδοση του αιτούντος στη Γαλλία και τις ΗΠΑ.

Ακολούθως, απερρίφθη ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, καθόσον το δικαίωμα του αιτούντος στην οικογενειακή του ζωή και, ειδικότερα, το δικαίωμά του να ευρίσκεται πλησίον των ανηλίκων τέκνων του είναι μεν ληπτέο υπόψη, πλην όμως δεν είναι από μόνο του αποφασιστικό, ούτε δύναται να τεθεί υπεράνω του διεθνούς δημοσίου συμφέροντος της καταπολεμήσεως του εγκλήματος, το οποίο εξυπηρετεί η έκδοση του αιτούντος αρχικώς στη Γαλλία και εν συνεχεία στις ΗΠΑ, προκειμένου να δικασθεί για τα αποδιδόμενα σε αυτόν αδικήματα.

Εξάλλου, βαρύνουσα σημασία κρίθηκε ότι έχει και το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση η κατά προτεραιότητα έκδοση του αιτούντος στη Ρωσική Ομοσπονδία θα είχε ως συνέπεια την μη επανέκδοσή του στις ανωτέρω χώρες.

Τέλος, απερρίφθη ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, διότι, ανεξαρτήτως του ότι τα προβλεπόμενα στον νόμο κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για το καθορισμό της σειράς προτεραιότητας έχουν άπαντα αντικειμενικό χαρακτήρα, μη συνδεόμενα με την υποκειμενική συμπεριφορά και την προτίμηση του εκζητουμένου, εν προκειμένω, οι αιτήσεις ακροάσεως του αιτούντος στις οποίες εξετίθεντο οι ισχυρισμοί του ετέθησαν υπόψη του αρμόδιου Υπουργού, χωρίς να είναι αναγκαία η αυτοπρόσωπη παράστασή του».