Generation Next (Ταμείο Ανάκαμψης): Σπάζοντας τα ταμπού της ΕΕ

Του Βασίλη Φιλιππάτου

Tο σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας που παρουσίασε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντε Λάινεν, την περασμένη Τετάρτη στις Βρυξέλλες, χαρακτηρίστηκε φιλόδοξο για τα μέχρι τώρα δεδομένα της Ε.Ε.

Η εστίαση από τα ΜΜΕ έγινε στο οικονομικό μέγεθος της πρότασης και στο μοίρασμα του «πακέτου» στα κράτη – μέλη. Όμως, στον πυρήνα της πρότασης γκρεμίζονται ταμπού, μπαίνουν παρακαταθήκες για την «επόμενη ημέρα» και γίνονται σκληρές παραδοχές τόσο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 2008, όσο και για τις λάθος κατευθύνσεις της οικονομικής αρχιτεκτονικής της Ένωσης.

Το σχέδιο της Κομισιόν είναι πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα σχέδιο διάσωσης της ίδιας της Ε.Ε. Είναι προφανές ότι πρωτίστως η Άνγκελα Μέρκελ (Γερμανία), μαζί με τον Εμανουέλ Μακρόν (Γαλλία), αλλά και οι συστημικές οικονομικές δυνάμεις και οι «κυρίαρχοι κύκλοι» της Ε.Ε. συνειδητοποίησαν, έστω και με καθυστέρηση, ότι η τραγικά ανεπαρκής αντίδραση των πρώτων μηνών στην οικονομική και κοινωνική κρίση που δημιουργούσε η πανδημία του κορονοϊού, εγκυμονούσε άμεσους κινδύνους διάσπασης ή και διάλυσης της Ένωσης.

Ανυπαρξία αλληλεγγύης, εθνικισμός, έκρηξη ανεργίας, κλειστά σύνορα και κράτη, λαοί καχύποπτοι και εχθρικοί ανάλογα με τον ημερήσιο αριθμό κρουσμάτων και νεκρών και όλα αυτά σε μια Ευρώπη ακρωτηριασμένη ήδη από το Brexit, από το μεταναστευτικό και αντιμέτωπη με μια νέα ύφεση, απούσα στις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και σιωπηλός θεατής του σκληρού ανταγωνισμού ΗΠΑ – Κίνας.

Γκρίζες ζώνες και καχυποψία

Και ως προς το οικονομικό, καθαρά, μέγεθος της πρότασης, το συνολικό πακέτο υπό τον τίτλο «Next Generation EU», που προβλέπει τη διάθεση 750 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 500 δισ. ευρώ θα είναι επιχορηγήσεις και τα 250 δισ. ευρώ δάνεια και στα οποία αν συνυπολογίσουμε τα άλλα προγράμματα (δηλαδή το πρόγραμμα δαπανών για τον κορωνοϊό από τον ESM, το πρόγραμμα για την ανεργία SURE κ.α.) ύψους 540 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκαν στις 9 Απριλίου και διαμορφώνουν την έκτακτη στήριξη στα 1,290 τρισ. ευρώ, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι υπολείπεται σημαντικά των ανάλογων προγραμμάτων ΗΠΑ και Ιαπωνίας.

Επίσης, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η διαδικασία έγκρισης του πακέτου είναι χρονοβόρα και αμφίβολη, αφού το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα εξετάσει την πρόταση της Κομισιόν στις 16 Ιουνίου, ενώ η σκληρή «ομάδα των 4» (Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία) έχει ήδη τοποθετηθεί αρνητικά και θα προσπαθήσει να το συρρικνώσει ή και να επιβάλει Μνημόνια στις χώρες που θα επωφεληθούν.

Ή ότι οι επιδοτήσεις και τα δάνεια θα προορίζονται για «χώρες, περιφέρειες και τομείς της οικονομίας» που έχουν πληγεί κατ’ εξοχήν από την κρίση, όπως αναφέρει η πρόταση, αφήνοντας ασαφές το πώς θα γίνει η διανομή των κονδυλίων.

Επιπλέον, για να ωφεληθεί ένα κράτος- μέλος από το RRF (το Εργαλείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο προβλέπεται να διαθέσει 310 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 250 δισ. ευρώ σε δάνεια), θα πρέπει να καταθέσει «συγκεκριμένα σχέδια δημοσίων επενδύσεων και συνοδευτικών μεταρρυθμίσεων», οι οποίες θα εγγυώνται την «ανθεκτικότητα» της εθνικής οικονομίας και αυτά θα πρέπει να εγκριθούν και από την Κομισιόν και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για να εκταμιευθούν τα αντίστοιχα ποσά. Διαδικασία, δηλαδή, με άρωμα… μνημονίου.

Και τέλος, ότι δεν είναι η τελική λύση και ότι αυτή θα είναι προϊόν συμβιβασμού, μικρότερη και με ισχυρή επιτήρηση και όρους.

Παρακαταθήκες για την επόμενη ημέρα

Όμως, η πρόταση της Κομισιόν καταρρίπτει τρία ταμπού:

1. Για πρώτη φορά εισάγει τον κοινό δανεισμό των κρατών – μελών, έστω και ad hoc.

2. Για πρώτη φορά η Ε.Ε. στηρίζεται σε δαπάνες και επενδύσεις μέσω ελλειμμάτων.

3. Για πρώτη φορά η αποπληρωμή των δανείων της Κομισιόν θα γίνει μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού, δηλαδή θα επιβαρύνει κυρίως τους βασικούς χρηματοδότες της Ένωσης, με πρώτη την Γερμανία. Δηλαδή το ταμπού της Ένωσης μεταβίβασης πόρων (transfer union).

Επίσης, περιλαμβάνει παραδοχές λανθασμένων πολιτικών του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά και του σήμερα:

«Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2008-2009 κατέδειξε ότι η μείωση των δημοσίων επενδύσεων ήταν ένας κοινός τρόπος για τις κυβερνήσεις να περιορίσουν τα υψηλά ελλείμματα και τις αντίστοιχες χρηματοδοτικές ανάγκες. Αυτή η στρατηγική ήρθε εις βάρος της οικονομικής ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα. Τα επίπεδα επενδύσεων σε ορισμένα κράτη μέλη με υψηλά χρέη (π.χ. Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα) δεν έχουν ανακάμψει ποτέ…».

Γι αυτό και προτείνει αύξηση των δημόσιων επενδύσεων (σε σύγκριση με τα σχέδια προβλέψεων της άνοιξης 2020) περίπου 100 δισ. ευρώ ετησίως.

Και προβαίνει σε μια ομολογία, καθώς διαπιστώνει τη μεγάλη έλλειψη στρατηγικής απέναντι στον παγκόσμιο ψηφιακό μετασχηματισμό που εξελίσσεται με φρενήρη ρυθμό και προκαλεί μεγάλες γεωπολιτικές επιπτώσεις. Παραδέχεται ότι «η Ε.Ε. υποφέρει από χαμηλές και κατακερματισμένες επενδύσεις σε ψηφιακές δυνατότητες και υποδομές και από την αργή υιοθέτηση ψηφιακών καινοτομιών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, γεγονός που αποδυναμώνει ολόκληρο το ψηφιακό οικοσύστημα της Ε.Ε.», προτείνοντας, έτσι, πρόσθετες επενδύσεις 250 δισ. ευρώ για τα επόμενα δύο χρόνια.

Όποια κι αν είναι η τελική πρόταση για την «διάσωση» της Ε.Ε. αυτά τα βήματα θα είναι οι «παρακαταθήκες» για την επόμενη ημέρα. Είτε αυτή λέγεται, τραπεζική ένωση, είτε κοινή φορολογική πολιτική, είτε, γιατί όχι, κοινή αμυντική πολιτική.

Οι επόμενες ημέρες και μήνες θα δείξουν ποιόν δρόμο και ποιες αποφάσεις θα επιλέξει να πάρει η Ε.Ε. και αν η «Next Generation EU» θα είναι πιο τυχερή από τις προηγούμενες…