Οι ξένοι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και επενδυτικοί οίκοι επιστρέφουν στην Ελλάδα και προβάλλουν τα καλούδια της. ΄Ετσι και η HSBC σε αναφορά της για τις αναδυόμενες αγορές συστήνει στους πελάτες της να έχουν αυξημένες θέσεις σε ελληνικές μετοχές.
Να σημειώσουμε πως η HSBC μετά από πολλά χρόνια ξανασυστήνει στην Ελλάδα το τμήμα επενδυτικής τραπεζικής για να «κυνηγήσει» δουλειές, επενδύοντας σημαντικά σε ανθρώπινο δυναμικό (από τις νέες δουλειές είναι η έκδοση των ομολόγων της Ελλάκτωρ, αφού αυτή πρότεινε τη συγκεκριμένη έκδοση στο συγκεκριμένο χρηματιστήριο).
Σύμφωνα με τη σχετική αναφορά της, το ελληνικό χρηματιστήριο θα υπεραποδώσει σε σχέση με τις λοιπές αναδυόμενες αγορές, δηλαδή θα σημειώσει καλύτερη πορεία από το μέσο όρο αυτών. Και όχι μόνο αυτό. Έχει και μεγάλα περιθώρια ανόδου.
Η HSBC τονίζει ότι η ελληνική οικονομία έχει βελτιωθεί σημαντικά από τότε που ανέλαβε η νέα κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη. Η κυβερνητική συνέπεια, η κερδοφορία και η ρευστότητα, είναι οι τρεις κύριοι καταλύτες για τη συνέχιση της ανόδου της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, αναφέρει.
Στην ανάλυσή της για τις μετοχές και τους 20 τίτλους που προτείνει να έχει κάποιος στο χαρτοφυλάκιό του, συμπεριλαμβάνει τη μετοχή της Alpha Bank, τη μόνη από το XA. Η Alpha Bank σχεδιάζει να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της εξυγίνασης του ισολογισμού της το 2020. Εκτιμά ότι μέχρι το τέλος του 2020, η κερδοφορία της θα βελτιωθεί σημαντικά, με το κόστος κινδύνου να πλησιάζει τα κανονικά επίπεδα και περισσότερο από το ήμισυ του αποθέματος των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων να έχουν εκτοπιστεί. Με πραγματική λογιστική αξία στο 0,4x για απόδοση 7,5% επί των ενσώματων κεφαλαίων το 2021, η αποτίμηση είναι επίσης ελκυστική, υποστηρίζει η HSBC και προσδιορίζει με βάση την ανάλυσή της ως δίκαιη τιμή-στόχο για τη μετοχή τα 2,48 ευρώ, την οποία προτείνει για αγορά (η μετοχή έκλεισε την Παρασκευή 24/1/2020 στο 1,85 ευρώ).
Η HSBC αναφέρει ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να βελτιώνουν την αποδοτικότητά τους και την ποιότητα του ενεργητικού τους, ενώ η αλλαγή της πολιτικής θα πρέπει να μετριάσει τις ανησυχίες της αγοράς σχετικά με την ποιότητα των κεφαλαίων και την πιθανή αρνητική επιτάχυνση των σχεδίων αντιμετώπισης των NPEs.