
Τη σημασία σχεδιασμού πολιτικών ειδικής φορολόγησης και παροχής είτε αυξημένης φορολογίας είτε φορολογικών κινήτρων ή επιδοτήσεων για τον περιορισμό αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων και τη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας, αναδεικνύει νέα μελέτη του ΙΟΒΕ με τίτλο: «Η διαφορική φορολογία και η επίδρασή της στην προώθηση και την επίτευξη στόχων της δημόσιας πολιτικής».
Μερικά από τα βασικά σημεία της μελέτης:
Οι ειδικοί φόροι αποτελούν σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων, βοηθούν στη βελτίωση της κατανομής των πόρων με την εσωτερίκευση του εξωτερικού κόστους που σχετίζεται με την κατανάλωση ή την παραγωγή προϊόντων και αποθαρρύνουν την κατανάλωση προϊόντων που θεωρούνται επιβλαβή. Η παρούσα μελέτη εξετάζει, μέσα από τη διεθνή και ελληνική εμπειρία, περιπτώσεις ειδικής φορολόγησης ή επιδότησης προϊόντων, η παραγωγή, χρήση ή κατανάλωση των οποίων συνδέεται με σημαντικές εξωτερικές επιδράσεις. Η έμφαση δίνεται στο κατά πόσο η διαφορική φορολογική αντιμετώπιση αποτελεί ένα εργαλείο πολιτικής που προωθεί την καινοτομία και βελτιώνει την κοινωνική ευημερία, ώστε να αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα της φορολογικής πολιτικής στη χώρα μας.
Η φορολογία, εκτός από την είσπραξη εσόδων που χρηματοδοτούν διάφορες δραστηριότητες του κράτους, αποτελεί εργαλείο για την αντιμετώπιση αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων (negative externalities) που συνδέονται με την παραγωγή, χρήση ή κατανάλωση ορισμένων προϊόντων (π.χ. ρύπανση, εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, κίνδυνοι υγείας και συνακόλουθη επιβάρυνση δημόσιου συστήματος υγείας, κ.ά.) και την επίτευξη σχετικών επιμέρους στόχων πολιτικής, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η προστασία της υγείας και ο έλεγχος της δημόσιας δαπάνης υγείας.
Η εφαρμογή ειδικής ή πρόσθετης φορολόγησης σε ένα προϊόν μπορεί να στηρίζεται απλώς στην ευχέρεια προσδιορισμού της φορολογικής του βάσης (ποσότητα ή αξία κατανάλωσης του προϊόντος), ή στην ισχυρή προτίμηση των καταναλωτών προς αυτό, η οποία καθιστά σχετικά ανελαστική τη ζήτησή του ως προς την τιμή, οδηγώντας σε μεγιστοποίηση των φορολογικών εσόδων με τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις στην κοινωνική ευημερία. Ωστόσο, σταδιακά, με τη βελτίωση της δυνατότητας προσδιορισμού φορολογικών βάσεων όπως το εισόδημα και η περιουσία, έχει εδραιωθεί η αντίληψη ότι η ειδική φορολόγηση προϊόντων πρέπει να χρησιμοποιείται κυρίως για τον περιορισμό της χρήσης ή κατανάλωσης προϊόντων που έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην υγεία των ατόμων ή σε άλλα πεδία.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ
Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί βασικών προϊόντων απέφεραν σημαντικά έσοδα κατά το παρελθόν, όταν οι κυβερνήσεις δεν είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν αξιόπιστα την επιβολή γενικών φόρων, όπως για παράδειγμα ο ΦΠΑ. Ωστόσο, οι ειδικοί φόροι έχουν (ή θα πρέπει να έχουν) διαφορετικά χαρακτηριστικά και στόχευση από τα άλλα είδη φόρων που αποσκοπούν στην αναδιανομή του εισοδήματος ή στη συγκέντρωση δημοσίων εσόδων με τις μικρότερες δυνατές στρεβλώσεις στην οικονομία.
Η επιβολή ειδικού φόρου σε προϊόντα που συνδέονται με αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις, μπορεί να κατευθύνει τη ζήτηση προς λιγότερο επιβλαβή υποκατάστατα προϊόντα, αλλά και να τονώσει την καινοτομία, ώστε να αναπτυχθούν προϊόντα που περιορίζουν τις αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις, όπως, για παράδειγμα, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Βέβαια, κατά τον σχεδιασμό της εφαρμογής ειδικών φόρων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι όπως η πιθανή δημιουργία ανισοτήτων μεταξύ καταναλωτών διαφορετικού εισοδήματος, η επίπτωση στον βαθμό φορολογικής συμμόρφωσης και το ενδεχόμενο πρόσθετο διοικητικό κόστος.
Ανισότητες, για παράδειγμα, μπορεί να προκύψουν όταν μετά την επιβολή ειδικού φόρου σε ένα προϊόν οι καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος φορολογούνται αναλογικά περισσότερο από τους καταναλωτές υψηλότερου εισοδήματος. Επιπλέον, η αύξηση της τιμής ενός προϊόντος ως αποτέλεσμα της εισαγωγής ή αύξησης ενός ειδικού φόρου, ενισχύει την πιθανότητα φοροδιαφυγής ή παράνομου 8 Η διαφορική φορολογία προϊόντων και η επίδρασή της στην προώθηση στόχων της δημόσιας πολιτικής εμπορίου του προϊόντος, ενώ οι διοικητικές δαπάνες μπορεί να αυξηθούν για την αποτελεσματική διαχείριση του συστήματος ειδικής φορολογίας.
Ακόμα και όταν δεν υπάρχουν άμεσες εξωτερικές επιδράσεις, η παρέμβαση του κράτους μέσω της ειδικής φορολόγησης μπορεί να δικαιολογηθεί στις περιπτώσεις αποτυχίας της πληροφόρησης. Η επιβολή ειδικού φόρου για τον περιορισμό των μακροπρόθεσμων αρνητικών συνεπειών στην υγεία των νέων από την κατανάλωση προϊόντων καπνού και ποτών, καθώς και η φορολόγηση δραστηριοτήτων όπως τα τυχερά παίγνια, αποτελούν παραδείγματα φορολόγησης λόγω αποτυχίας της πληροφόρησης.
Μια άλλη περίπτωση επιβολής ειδικού φόρου είναι αυτή της χρέωσης για τις υπηρεσίες που παρέχει ένα δημόσιο αγαθό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο πλαίσιο αυτό, αποτελούν οι φόροι στα οχήματα. Εδώ, η δυνατότητα χρήσης των δρόμων μέσω της πληρωμής ετήσιου φόρου ή διοδίων, συμπληρώνεται με την προσπάθεια περιορισμού εξωτερικών επιδράσεων από τη χρήση οχημάτων, όπως ο θόρυβος, η ρύπανση, η κυκλοφοριακή συμφόρηση και το κόστος ατυχημάτων.
Η επιβολή ειδικών φόρων μπορεί επίσης να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων προϊόντων, να αποτελέσει δηλαδή κίνητρο για την ενίσχυση της καινοτομίας, η οποία είναι ένας από τους βασικούς μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, παραγωγικότητας και αμοιβών. Η καινοτομία μπορεί να αποθαρρυνθεί αν οι φορείς χάραξης φορολογικής πολιτικής φορολογήσουν εξίσου το υφιστάμενο και ένα καινοτόμο υποκατάστατο προϊόν για να μην μειωθούν τα φορολογικά έσοδα λόγω της υποκατάστασης, ή εάν δεν εφαρμόσουν ένα σταθερό πλαίσιο φορολογικών και άλλων κινήτρων. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων και την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Οι φορολογικές δαπάνες (tax expenditures) είναι ειδικές προβλέψεις του φορολογικού κώδικα, όπως εξαιρέσεις, απαλλαγές, πιστώσεις φόρου και διαφορικοί φορολογικοί συντελεστές, οι οποίες ωφελούν συγκεκριμένες δραστηριότητες ή ομάδες φορολογούμενων. Στην ουσία επιτελούν παρόμοια λειτουργία με τις κρατικές δαπάνες, αλλά, καθώς δεν καταγράφονται στον προϋπολογισμό, στερούνται σε ορισμένες περιπτώσεις την απαιτούμενη διαφάνεια και λογοδοσία. Τα φορολογικά κίνητρα που επιδρούν μέσω των τιμών προϊόντων, εντάσσονται στις φορολογικές δαπάνες, και επηρεάζουν το αποτέλεσμα σε αγορές που χαρακτηρίζονται από εξωτερικότητες. Η διαφορική φορολογία ομάδων υποκατάστατων προϊόντων, με στόχο την κατεύθυνση της ζήτησης σε προϊόντα με μικρότερες αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις, αποτελεί ένα σημαντικό παράδειγμα στο πλαίσιο αυτό.
Οι επιδοτήσεις αποτελούν ουσιαστικά την άλλη όψη των φόρων (αρνητικοί φόροι) και το ύψος τους καθορίζεται, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, όπως στην περίπτωση των φόρων.
Η ΕΙΔΙΚΗ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ειδική ή πρόσθετη φορολόγηση προϊόντων ανέκαθεν αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων για το Ελληνικό κράτος, ιδίως κατά το παρελθόν, όταν υπήρχε δυσκολία προσδιορισμού φορολογικών βάσεων όπως το εισόδημα. Αν και ο κύριος στόχος ήταν πάντα η συγκέντρωση δημοσίων εσόδων, η ειδική φορολόγηση συγκεκριμένων προϊόντων στην Ελλάδα σταδιακά αποσκοπούσε στην επίτευξη και άλλων στόχων της δημόσιας πολιτικής, όπως η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας.
Ωστόσο, η πολιτική της ειδικής φορολογικής μεταχείρισης στην Ελλάδα δεν περιορίζεται σε προϊόντα ή διαδικασίες που εμφανώς παρουσιάζουν αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις. Ειδικά στην περίοδο της δραστικής δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του 2010, η ειδική φορολόγηση εφαρμόστηκε κατεξοχήν για την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων, με αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδική φορολόγηση, με επιβολή νέων ειδικών φόρων σε προϊόντα χωρίς εμφανείς αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις ή/και με την κατάργηση του συνόλου των φορολογικών δαπανών για τα φυσικά πρόσωπα.
Ειδικοί φόροι στην Ελλάδα επιβάλλονται σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες. Κυρίαρχο ρόλο μεταξύ αυτών έχουν τα καύσιμα και άλλα ενεργειακά προϊόντα, τα προϊόντα καπνού και τα οινοπνευματώδη ποτά, για τα οποία, άλλωστε, υπάρχουν σχετικές κοινοτικές οδηγίες που καθορίζουν τον τρόπο και τα ελάχιστα επίπεδα φορολόγησης. Ωστόσο, η ειδική φορολόγηση επεκτείνεται και σε άλλες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών, όπως τα οχήματα, ο καφές, η διαμονή σε τουριστικά καταλύματα, οι τηλεφωνικές κινητές επικοινωνίες, η συνδρομητική τηλεόραση, τα υγρά ηλεκτρονικών τσιγάρων και οι πλαστικές σακούλες. Σε κάποιες από τις κατηγορίες αυτές δεν είναι εμφανής η σύνδεση με κάποια προσπάθεια διόρθωσης αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων, αλλά αντιθέτως, η φορολόγηση προκύπτει ως ανάγκη για την αύξηση των φορολογικών εσόδων (π.χ. καφές, φόρος διαμονής σε τουριστικά καταλύματα) ή/και ως χρέωση για τη χρήση δημόσιων αγαθών (π.χ. τέλη κυκλοφορίας για τη χρήση των δρόμων). Εκτός από τη φορολόγηση των οχημάτων, επιμέρους ενεργειακών προϊόντων και των υγρών ηλεκτρονικού τσιγάρου, δεν υπάρχουν σημαντικά στοιχεία διαφορικής φορολόγησης στις υπόλοιπες κατηγορίες φορολογούμενων προϊόντων.
Συνολικά, τα έσοδα από ειδικούς φόρους στην Ελλάδα ανήλθαν το 2018 σε περίπου €9 δισεκ. Περίπου το ήμισυ αυτών των εσόδων (47%) προερχόταν από τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων. Οι φόροι στα καπνικά προϊόντα απέδωσαν το ¼ των εσόδων από ειδικούς φόρους, ενώ τα έσοδα από τους φόρους στα οχήματα αντιπροσώπευσαν το 16%. Η φορολόγηση των οινοπνευματωδών ποτών απέφερε το 6% των εσόδων από ειδικούς φόρους, σχεδόν όσο και οι υπόλοιποι ειδικοί φόροι (τηλεφωνίας, διαμονής σε τουριστικά καταλύματα κ.λπ.).
Οι ειδικοί φόροι απέδωσαν την περίοδο 2007-2018, κατά μέσο όρο, το 18,7% των συνολικών φορολογικών εσόδων (πλην των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης) στην Ελλάδα. Η συνεισφορά τους κορυφώθηκε στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, το 2010 και το 2011, όταν πραγματοποιήθηκε δραστική αύξηση των φορολογικών συντελεστών (Διάγραμμα 1).
Στην περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του 2010, η ειδική φορολόγηση εφαρμόστηκε κατεξοχήν για την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων, μέσω της αύξησης των συντελεστών και της εισαγωγής νέων ειδικών φόρων. Συγχρόνως, η χρήση φορολογικών
δαπανών για την προώθηση στόχων της δημόσιας πολιτικής υποβαθμίστηκε. Η πολιτική αυτή δεν στηρίχθηκε σε ανάλυση των ευρύτερων οικονομικών επιπτώσεων συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων που πιθανόν θα περιορίζονταν από την αύξηση της φορολογίας.
Τα αποτελέσματά της ήταν εμφανή στις σχετικές αγορές, στις οποίες η ζήτηση μειώθηκε δραστικά. Ωστόσο, η εφαρμογή υψηλών συντελεστών φορολόγησης είχε και ανεπιθύμητα αποτελέσματα, όπως η αύξηση του παράνομου εμπορίου των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδική φορολόγηση, ενώ τα πραγματοποιηθέντα έσοδα υστερούσαν συστηματικά έναντι των προσδοκιών και των στόχων που είχαν τεθεί.
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Η χρήση διαφοροποιημένης φορολογίας για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων έχει διεθνώς ένα ευρύ πεδίο εφαρμογών, οι οποίες είτε επικεντρώνονται άμεσα στον περιορισμό των εκπομπών ρύπων ή αποβλήτων, είτε αποσκοπούν στην ενίσχυση της καινοτομίας και της ανάπτυξης νέων προϊόντων, όπως στις περιπτώσεις υποστήριξης των ΑΠΕ και των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Ενδεικτικά, στα πεδία αυτά στη μελέτη εξετάζονται οι περιπτώσεις στήριξης των ΑΠΕ στην Ιταλία, επιβολής φόρου άνθρακα στη Σουηδία, παροχής κινήτρων για τα οχήματα χαμηλών εκπομπών CO2 και επιβολής περιβαλλοντικού τέλους για τις πλαστικές σακούλες. Επιπλέον, εξετάζεται η εφαρμογή διαφοροποιημένης φορολογίας και σε άλλα προϊόντα, όπως στη μπύρα σε Ολλανδία και Δανία και στα προϊόντα καπνού στη Σουηδία.
Από τα παραδείγματα διεθνών πρακτικών προκύπτει ότι ο συνδυασμός των διάφορων εργαλείων και μηχανισμών συνετέλεσε στην επίτευξη των στόχων πολιτικής που εξυπηρετούσαν. Στην Ολλανδία, με κλιμακωτούς συντελεστές, και στη Δανία με ενιαίο συντελεστή, η διαφοροποίηση της φορολογίας αποτέλεσε πετυχημένη στρατηγική για τη αύξηση της κατανάλωσης μπύρας με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ και βοήθησε στην ανάπτυξη νέων προϊόντων. Παρόμοια αποτελέσματα υπάρχουν στη Σουηδία, όπου ο στόχος της πολιτικής για τα προϊόντα καπνού είναι να ωθεί τους καταναλωτές που δε θέλουν ή δε μπορούν να διακόψουν το κάπνισμα στο snus, το οποίο θεωρείται λιγότερο επιβλαβής εναλλακτική επιλογή από τα τσιγάρα.
Όταν, όμως, μια αγορά είναι πιο σύνθετη, τότε τα οφέλη της επιβολής διαφορικής φορολογίας μεγιστοποιούνται με τη χρήση ενός ευρύτερου πλαισίου πολιτικής, το οποίο μπορεί να προσεγγίσει τις ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών παραγόντων της αγοράς. Στην Ιταλία, εφαρμόστηκε ένα ευρύ πλαίσιο άμεσων και έμμεσων μηχανισμών στήριξης της παραγωγής από ΑΠΕ, όπως είναι οι εγγυημένες τιμές έγχυσης, τα Πράσινα Πιστοποιητικά και ένα απλοποιημένο καθεστώς πώλησης και αγοράς ενέργειας. Τα αποτελέσματα της στρατηγικής αυτής ήταν ιδιαιτέρως θετικά καθώς μειώθηκε η ενεργειακή εξάρτηση, ενώ παράλληλα αυξήθηκε σημαντικά το μερίδιο των ΑΠΕ στην παραγωγή ενέργειας με την ενίσχυση των νέων τεχνολογιών ΑΠΕ.
Τα δημοσιονομικά μέσα, όπως είναι ο φόρος άνθρακα ή το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών, αποτελούν τις πιο αποτελεσματικές πολιτικές, ώστε οι τιμές της ενέργειας να καλύπτουν το περιβαλλοντικό κόστος και να προωθείται η ανάπτυξη καινοτόμων «καθαρών» τεχνολογιών, παρέχοντας ταυτόχρονα μια πηγή εσόδων. Η χρήση του ενός μέσου πολιτικής δεν αναιρεί την εφαρμογή του άλλου, αλλά με κατάλληλο συνδυασμό μπορεί να εφαρμόζεται σε διαφορετικά τμήματα τομέων της οικονομίας. Στη Σουηδία, για παράδειγμα, υπήρξε καθορισμός του ελάχιστου ορίου του φόρου άνθρακα για τη βιομηχανία, ενώ παράλληλα έγινε φορολογικός διαχωρισμός της βιομηχανίας στους τομείς που εμπίπτουν στο ΣΕΔΕ και στους υπόλοιπους.
Στην περίπτωση εφαρμογής ενός ευρύτερου πλαισίου πολιτικής είναι σημαντικό να επανεξετάζεται το πλαίσιο αυτό τακτικά, ώστε να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και να ανταποκρίνεται στις εξελίξεις.
Μια σημαντική εξέλιξη στις μεταρρυθμίσεις του φόρου άνθρακα στη Σουηδία ήταν η σταδιακή εφαρμογή του σε συνδυασμό με αλλαγές στον γενικό περιβαλλοντικό φόρο και, αργότερα, ο συνυπολογισμός της λειτουργίας του ΣΕΔΕ της ΕΕ. Ο συνδυασμός των σταδιακών μεταρρυθμίσεων με την πολιτική δέσμευση είναι σημαντική παράμετρος στην επιτυχημένη εφαρμογή ενός τέτοιου είδους πλαισίου, καθώς παρέχει τον απαραίτητο χρόνο στους επηρεαζόμενους τομείς ώστε να προσαρμοστούν και να στραφούν σε αποδοτικότερες και λιγότερο επιβαρυντικές για το περιβάλλον πήγες ενέργειας ή τεχνολογικές λύσεις.
Παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί και η Νορβηγία που εφαρμόζει μια εκτενή στρατηγική για την παροχή κινήτρων για αυτοκίνητα χαμηλών εκπομπών. Ένα σαφές και σταθερό πλαίσιο πολιτικής, σε συνδυασμό με τη σχετική πολιτική δέσμευση της κυβέρνησης, είναι καθοριστικής σημασίας για τη δημιουργία μακροπρόθεσμων αξιόπιστων συνθηκών στην αγορά των αυτοκινήτων. Το γενικό μήνυμα από την πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων της Νορβηγίας είναι ότι πρέπει πάντοτε να είναι οικονομικά επωφελές να επιλέγονται αυτοκίνητα με μηδενικές και χαμηλές εκπομπές ρύπων έναντι αυτοκινήτων με υψηλές εκπομπές ρύπων, το οποίο επιτυγχάνεται με την εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» στη φορολογία των αυτοκινήτων.
Ακόμη, κρίσιμη είναι η δραστηριοποίηση και αυτοδέσμευση των παραγόντων της αγοράς για την ενίσχυση της προσπάθειας για την επίτευξη των στόχων της κάθε στρατηγικής. Για παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, πέρα από τα προγράμματα πρόληψης αποβλήτων, έχει επιτευχθεί εθελοντική συμφωνία μεταξύ των οργανισμών που αντιπροσωπεύουν την κατανάλωση του 80% των πλαστικών συσκευασιών, φέρνοντας έτσι σε επαφή επιχειρήσεις από όλη την αλυσίδα αξίας των πλαστικών με τη βρετανική κυβέρνηση και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις για τον περιορισμό των πλαστικών
αποβλήτων.
Σημαντική είναι και η επιλογή της κατεύθυνσης των εσόδων από τη διαφορική φορολογία. Το Ηνωμένο Βασίλειο στο ευρύτερο πλαίσιο των προγραμμάτων πρόληψης αποβλήτων έχει επενδύσει για έρευνα στα μικροπλαστικά και την καινοτομία πλαστικών, με την επιφύλαξη παρόμοιας χρηματοδότησης από τη βιομηχανία. Παράλληλα, τα αποτελέσματα της προσέγγισης της Σουηδίας στην επιβολή περιβαλλοντικών φόρων τόνισαν τη σημασία της μετατόπισης των φορολογικών βαρών, με μείωση άλλων συντελεστών φορολογίας, προκειμένου να μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις των ειδικών φόρων στη διανομή του εισοδήματος και στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι ειδικοί φόροι αποτελούν σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων, βοηθούν στη βελτίωση της κατανομής των πόρων με την εσωτερίκευση του εξωτερικού κόστους που σχετίζεται με την κατανάλωση ή την παραγωγή προϊόντων, αποθαρρύνουν την κατανάλωση προϊόντων που θεωρούνται επιβλαβή, χρησιμεύουν για τη χρέωση της χρήσης δημόσιων αγαθών, όπως οι δρόμοι και μπορούν να προωθήσουν την προοδευτικότητα στη φορολογία (π.χ. φόροι σε προϊόντα πολυτελείας). Η επιβολή ειδικών φόρων μπορεί επίσης να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων υποκατάστατων προϊόντων, να αποτελέσει δηλαδή κίνητρο για την ενίσχυση της καινοτομίας, η οποία είναι ένας από τους βασικούς μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, παραγωγικότητας και αμοιβών.
Η διόρθωση αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων αποτελεί την κύρια αιτιολογική βάση για την ειδική φορολόγηση προϊόντων, αν και στο παρελθόν υπερίσχυε η ανάγκη συγκέντρωσης εσόδων από τη φορολόγηση βασικών αγαθών, ακόμα και αν αυτά δεν παρουσίαζαν αρνητικές εξωτερικότητες. Οι ειδικοί φόροι επηρεάζουν τις σχετικές παραγωγικές διαδικασίες ή αγορές προϊόντων, περιορίζοντας τις αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις και, συγχρόνως, βοηθούν στη συγκέντρωση φορολογικών εσόδων που δύνανται να αντισταθμίσουν το εξωτερικό κόστος που προκύπτει. Επιπλέον, αν η ζήτηση για τα προϊόντα στα οποία επιβάλλεται ειδικός φόρος είναι ανελαστική, σύμφωνα με τον κανόνα του Ramsey περιορίζονται οι επιπτώσεις της φορολογίας στην κοινωνική ευημερία. Προκύπτει, έτσι, ένα διπλό όφελος (έσοδα και μείωση αρνητικών εξωτερικοτήτων) που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για τον περιορισμό στρεβλώσεων σε άλλες περιοχές του φορολογικού συστήματος.
Ο ορθός σχεδιασμός της πολιτικής ειδικής φορολόγησης έχει μεγάλη σημασία τόσο σε δημοσιονομικούς όρους, όσο και σε όρους διόρθωσης αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων και βελτίωσης της κοινωνικής ευημερίας. Η ειδική φορολόγηση θα πρέπει να ενθαρρύνει την καινοτομική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην ανάπτυξη υποκατάστατων προϊόντων ή εναλλακτικών παραγωγικών διαδικασιών που παρουσιάζουν μικρότερες αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις ή βλάβες σε σύγκριση με το υποκείμενο της ειδικής φορολόγησης. Η διαφορική φορολογία ή ακόμα και η επιδότηση προϊόντων και δραστηριοτήτων, ώστε να παρέχονται τα κατάλληλα κίνητρα που θα επιτρέψουν τον περιορισμό των αρνητικών εξωτερικοτήτων από την παραγωγή ή κατανάλωση μπορεί να συμβάλει σε αυτό. Είναι δηλαδή σκόπιμο η φορολογική μεταχείριση να διαφοροποιείται ανάλογα με την έκταση των αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων, ή αντίστοιχα η επιδότηση να κλιμακώνεται ανάλογα με τις θετικές εξωτερικές επιδράσεις.